Εικόνες σελίδας
PDF
Ηλεκτρ. έκδοση

Ισον δ' ός θ' ἱκέτην, ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξει,
ὅς τε κασιγνήτοιο ἑοῦ ἀνὰ δέμνια βαίνοι
Κρυπταδίης εὐνῆς ἀλόχου, παρακαίρια ῥέζων,
Ος τέ τευ ἀφραδίης ἀλιταίνεται ὀρφανά τέκνα,
ὅς τε γονῆα γέροντα, κακῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ,
Νεικείη χαλεποῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν (1).

Εἰς τοὺς παλαιοὺς ἡ ἀφιλοξενία ἔπρεπε φυσικὰ νὰ φαίνεται τόσον πλέον δεινότερον ἁμάρτημα, ὅσον δὲν ἐγνώριζαν ἀκόμη, οὔτ ̓ εἰς τὰς ὁδοὺς, οὔτ ̓ εἰς τὰς πόλεις, τὰ ἀπὸ τὸν καθεξῆς που λιτισμὸν τῶν ἀνθρώπων γεννηθέντα πανδοχεία (auberges). Κατὰ τοὺς ἀποςολικούς χρόνους, οὐδ ̓ αὐτὴ ἡ τότε νομιζομένη πλέον πολιτισμένη παρὰ τὰς ἄλλας μεγαλόπολις Ρώμη δὲν εἶχε πανδοχεῖον· ὥσε ὁ ἀλλαχόθεν ἐρχόμενος ξένος, κοπιασμένος, καὶ πολλάκις ἄῤῥωςος, διὰ τὴν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας κακοπάθειαν, δὲν εὕρισκε ποῦ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλήν. Αν ἦτο καὶ χρισιανὸς, ἡ ἀπορία του ἐγίνετο ἀληθὴς ἀμηχανία· μισημένος, καὶ πολλάκις διωκόμενος διὰ τὴν θρησκείαν του, δὲν εἶχεν εἰς ποίους νὰ καταφύγῃ, πλὴν εἰς τοὺς ὀλίγους ἀκόμη χριςιανούς, ἂν εὕρισκε πούποτε τοιούτους. Απὸ τοῦτο ἐξηγοῦνται αἱ συχναὶ τῶν Αποςόλων παρακινήσεις εἰς βοήθειαν τῶν ξένων «Ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων » κοινωνοῦντες· τὴν φιλοξενίαν διώκοντες (2). Τῆς φιλοξενίας » μὴ ἐπιλανθάνεσθε (3). Φιλόξενοι εἰς ἀλλήλους ἄνευ γογγυ» σμοῦ» (4). Καθόσον ἔπειτα ἐπληθύνετο καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν πιςῶν, καὶ ἀκολούθως οἱ πόροι, ἡ εὐαγγελικὴ ἀγάπη ἐπενόησε καὶ τὰ ἄγνωςα εἰς τοὺς παλαιοὺς Ξενοδοχεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐδέχοντο ὄχι μόνους τοὺς χρισιανούς, ἀλλὰ πολλάκις καὶ τοὺς ἐθνικούς· καὶ τοῦτο (λέγουν) ἐκίνησε καὶ τὸν Ἰουλιανὸν νὰ

(1) Ησιόδ. Εργ. καὶ Ημ. 327-332. (2) Πρὸς 'Ρωμ. ιβ', 13. (3) Προς Εβρ. ιγ', 2.==(4) Α', Πέτρ. δ', 9. ἴδε καὶ πρὸς Τίτ. α', 8.

φροντίσῃ νὰ καταςήσῃ καὶ αὐτὸς Ξενοδοχεῖα, εἰς βοήθειαν τῶν ὁμοθρήσκων του (ι). Εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Αὐτοκράτορος τού του, ἤγουν κατὰ τὴν τετάρτην ἀπὸ Χριςοῦ ἑκατονταετηρίδα, οἱ ἐθνικοὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη Ξενοδοχεῖα, ἐνῷ οἱ χριςιανοί, παρὰ ταῦτα, ἐφρόντισαν ἔτι νὰ καταςήσωσι καὶ Νοσοκομεία, Ορ φανοτροφεία, Γεροντοκομεία, Πτωχοτροφεῖα καὶ Βρεφοτροφεῖα (2). Αλλά, καθόσον ηὔξανεν ἡ ἀπαιδευσία καὶ ἡ ἀχώρι5ος ἀπ ̓ αὐτὴν ἀδελφή της δεισιδαιμονία, οἱ δημοβόροι αὐτοκράτορες, ὡς ηὔξησαν τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν μοναςηρίων, ἐπολυπλασίασαν χωρὶς ἀνάγκην καὶ τὰ ἐπαινετὰ ταῦτα καταςήματα, ὥςε πολλὰ ἐξ αὐτῶν ἀντὶ παρηγορίας τῶν ἀληθῶς πτωχῶν, ἔγιναν καταφύγια τῆς ἀργίας. Πολλάκις καὶ ἰδιῶται, καταπλουτισμένοι ἀπὸ ἁρπαγὰς καὶ ἀδικίας, ἐνοχλού μενοι ἀπὸ τὴν συνείδησιν τῆς πλεονεξίας, ἐνόμιζαν ἱκανὴν νὰ ἐξιλεώσῃ τὸν Θεὸν τὴν κτίσιν τινὸς νοσοκομείου. Η συντομωτέρα Θεραπεία ἦτο βέβαια ἡ παῦσις τῆς ἀδικίας· ἀλλὰ τὸ εὔκολον τοῦτο ἰατρικὸν οὔτ ̓ αὐτοὶ τὸ ἐνοοῦσαν, οὔτ ̓ οἱ πνευματικοί των πατέρες ἦσαν ἱκανοὶ ἢ πρόθυμοι νὰ τοὺς τὸ συμβουλεύσωσι. Εἰ ΑΓΙΩΝ ΠΟΔΑΣ ΕΝΙΨΕ. Αρχαῖον ἔθος ἑλληνικὸν ἦτο, ὁπότε ἐδέχοντο ξένον, νὰ τὸν λούωσιν ὅλον, ἡ καν νὰ τοῦ νίπτωσι τοὺς πόδας, καὶ τοῦτο ἐγίνετο δι ̓ ὑπηρεσίας γυναικῶν δούλων. Φυσικὰ ὁ ἐρχόμενος ξένος ἔπρεπε νὰ ἔχῃ καταρυπωμένον ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν τὸ σῶμα, καὶ μάλιςα τοὺς πόδας· ὅθεν πρῶτον ἔργον φιλοξενίας ἔδειχνεν εἰς αὐτὸν ὁ ξενοδόχος τὴν ποδονιψίαν. Τούτου παραδείγματα μᾶς ἐφύλαξεν ὁ Ὅμηρος πολλά. Ότε ὁ Τηλέμαχος καὶ ὁ Πεισίςρατος

(1) ἶδε BECKMANN, Beytr. zur Geschicht. der Erfndung. tom. V, pag. 409.— (2) IDEM, ibid. pag. 374.

ἐπαρουσιάσθησαν ὡς ξένοι εἰς τοῦ Μενελάου τὸν οἶκον, ὁ Με νέλαος προςάσσει τὰς δούλας νὰ τοὺς λούσωσι πρῶτον,

Τοὺς δ ̓ ἐπεὶ οὖν δμωαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ·

ἔπειτα τοὺς φιλεύει,

· Παρὰ δὲ ξεςὴν ἐτάννυσε τράπεζαν·

Σίτον δ' αιδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα (1).

ἔλουαν ἀκόμη τοὺς ξένους, καὶ πρὸ τῆς κλίνης τὸ βραδὺ, καὶ ἀφοῦ ἐσηκόνοντο ἀπὸ τὴν κλίνην τὸ πρωΐ. Οὕτω νίπτει τοὺς πόδας τοῦ Ὀδυσσέως ἡ παραμάννα του Ευρύκλεια, πρὶν ἀκόμη τὸν ἀναγνωρίσῃ,

- Γρηῦς δὲ λέβηθ ̓ ἔλε παμφανόωντα,

Τῷ πόδας ἐξαπένιζεν, ὕδωρ δ' ἐνεχεύατο πουλύ (2).

Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῆς ἀρχαιότητος τοῦ ἔθους τῆς λούσεως ή νίψεως τῶν ξένων· ἥτις ἐπειδὴ ἐγίνετο διὰ τῶν δούλων, ὡς ἔργον δουλικὸν τὸ ἐνήργησε καὶ ὁ Χριςός, νίπτων τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν, διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ τὴν ταπεινοφροσύνην, και μετὰ τὴν νίψιν τοὺς εἶπε « Εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας » ὁ κύριος καὶ ὁ διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων » νίπτειν τοὺς πόδας· ὑπόδειγμα γὰρ ἔδωκα ὑμῖν κ. τ. λ. » (3). Τὸ ὑπόδειγμα τοῦτο ἐμιμοῦντο καὶ οἱ Απόςολοι καὶ οἱ διδαχ θέντες ἀπ ̓ ἐκείνους πρῶτοι χριςιανοὶ, καὶ τὸ παραδοξότερον ἐπικρατεῖ τὴν σήμερον ἀκόμη, μόνην ὅμως τὴν μεγάλην πέμπτην, καὶ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν καὶ εἰς τὴν Δυτικὴν ἐκκλησίαν· ἀλλ ̓ Εξ οίων εἰς οἷα ! » Τότε καὶ οἱ νίπτοντες καὶ οἱ νιπτόμενοι ἦσαν ἀληθῶς ἅγιοι (διότι τοῦτο σημαίνει κ' ἐδῶ (4) τὸ Άγιος

[ocr errors]

(1) Οδυσσ. δ, 49. (2) Αὐτόθ. τ', 386. εγ', 4-15. — (4) ἶδε ἀνωτέρω σελ. 109.

(3) Ιωάνν.

« Εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψε » ). Σήμερον δὲ οἱ μὲν μέλλοντες νὰ νιφθῶσι, ἐκλέγονται πολλάκις ἀπὸ ψωμοζήτας, τῶν ὁποίων φροντίζουν πρὸ τῆς ἱεροπρακτικῆς νίψεως, νὰ πλύνωσιν ἀκρι βέςατα τοὺς ῥυπαροὺς πόδας· οἱ δὲ νίπτοντες εἶναι ἅγιοι βασιλεῖς ἀπόλυτοι, ἢ ἅγιοι δεσπόται ἀρχιερεῖς, ἀπολαύοντες ἀρχιερατικὸν εἰσόδημα πολλὰς μυριάδας χρυσίου, καὶ κατα οικοῦτες παλάτια, ὡς ὁ ἅγιος πατὴρ τῆς Ρώμης, ή μετ γαλοπρεπεῖς οἰκίας, ὡς πολλοὶ ἄλλοι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἅγιοι. Εάν τοιαῦτα παίγνια, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐνθυμίζουν τὰ Πλυντήρια τῆς Ἀθηνᾶς τῶν Ελλήνων (1), και τὰ Λουτρὰ τῆς νέας τῶν Ρωμαίων (2), ἐὰν, λέγω, τὰ τοιαῦτα ἐθνικὰ παίγνια, δὲν ἦναι καθαρὰ εἰς Θεὸν ἀσέβεια, προσμένω νὰ μάθω τί πράγμα εἶναι ἡ ἀσέβεια. Επειτα ὁ Απόσολος δὲν περιορίζει τὴν νίψιν τῶν ποδῶν εἰς μόνους τοὺς ἁγίους, ήγουν τοὺς χριςιανούς. Καὶ ἐθνικοῦ πόδας ἐχρεωςοῦσαν νὰ νίπτωσι. Ἀλλ ̓ ὁ ἐθνικὸς κατέφευγεν εἰς ὁμοθρήσκους του ἐθνικοὺς, καὶ ὄχι εἰς χρισιανούς, ὀλίγους τότε, καὶ πτωχούς, ἔτι δὲ καὶ μισουμένους. Εἰ ΘΛΙΒΟΜΕΝΟΙΣ ΕΠΗΡΚΕΣΕΝ. Αν ἐβοήθησε τοὺς λυπουμένους καὶ ςενοχωρουμένους, διὰ πενίαν ἢ ἄλλην τινὰ θλίψιν ή δυςυχίαν. Τοῦτο σημαίνει ἐδῶ, ὡς καὶ εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν τὸ Θλιβομένοις, πλήν ὅτι σήμερον τὸ μεταχειριζόμεθα συχνότερα εἰς τὰς διὰ θάνατον λύπας· ὅθεν καὶ Θλίψις (deuil) ή τοιαύτη λύπη, καὶ Θλι βερόν φόρεμα (habit de deuil) τὸ δι' αὐτὴν μαῦρον ἔνδυμα. Πρώτως καὶ κυρίως τὸ Θλίβω σημαίνει Σφίγγω, σενοχωρῶ, ςρυμμόνω (presser), κατὰ τὸ « Στενὴ ἡ πύλη » καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός » (3). Ο Ησύχιος λέγει, « Θλίβει,

(1) ὧδε Πλούταρχ. Αλκι6. § 34, Ξενοφ. Ελλην. ίςορ. Ι, 4, § 12, καὶ Καλλίμαχ. Υμν. εἰς Λουτρ. τῆς Παλλάδ. (2) Ιδ. Αῤῥιαν. Τακτικ. σελ. 75, ἔκδ. Αμπελοδ. 1683. = (3) Ματθ. ζ', 14.

[ocr errors]

» ὠθεῖ, πιέζει. — Εθλιβόμην, ἐςενοχωρούμην.

Θλίψις, » ςένωσις, λύπη ». Οἱ Θλιβόμενοι (les affliges) οὗτοι ἐφύλαξαν ἀπαραλλάκτως καὶ τὄνομα μέχρι πολλοῦ εἰς τὴν ἀρ χαίαν ἐκκλησίαν, τρεφόμενοι, κατὰ τὴν ἀποςολικὴν διαταγὴν, ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὡς καὶ αἱ χῆραι. Περὶ τὰ μέσα τῆς τρίτης ἀπὸ Χριςοῦ ἑκατονταετηρίδος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης Κορνή λιος, γράφων πρὸς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχείας Φάβιον, λέγει σιμὰ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἔτρεφε « ΧΗΡΑΣ σὺν ΘΛΙΒΟΜΕΝΟΙΣ ὑπὲρ τὰς χιλίας πεντακο» σίας, οὓς πάντας ἡ τοῦ δεσπότου χάρις και φιλανθρωπία διατρέφει » (1). Καὶ τοῦτο ἐξηγεῖ ὅ,τι λέγει κατωτέρω ὁ Απόςολος περὶ τῶν χηρῶν, « Μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία » (2). ΠΑΝΤΙ ΕΡΓΩ ΑΓΑΘΩ ΕΠΗΚΟΛΟΥΘΗΣΕ. Τ « ἔργῳ ἀγαθῷ» σημαίνει τὸ αὐτὸ καὶ τὸ ἀνωτέρω « ἔργοις 5 καλοῖς », καὶ κατ' ἄλλο δεν διαφέρει ἀπὸ τὸ εὐεργεσίᾳ, πλὴν ὅτι τοῦτο εἶναι σύνθετον. Η εἰς τὰς εὐεργεσίας προθυμία χαρα ΕΠΗΚΟκτηρίζει μάλιςα τὴν εὐαγγελικήν διδασκαλίαν. ΛΟΥΘΗΣΕ. Το σύνθετον Επακολουθῶ σημαίνει πλέον τοῦ ἁπλοῦ Ακολουθῶ, ὡς τῶν Ρωμαίων τὸ insequor (poursuivre) ακολουθῶ, τοῦ sequor (suivre), ήγουν ἀκολουθῶ προθύμως καὶ κατ ̓ ἴχνη τινὸς, διὰ τὸν φόβον μή μου φύγῃ· καὶ μεταφορικῶς Επακολουθῶ παντὶ ἔργῳ ἀγα θῷ, καταγίνομαι εἰς αὐτὸ διόλου, καὶ σπουδάζω νὰ μὴ τὸ ἀποτύχω.

11. ΝΕΩΤΕΡΑΣ. Τὰς κατωτέρω τῶν ἑξήκοντα ἐτῶν, ἡ καὶ ἀντὶ τοῦ θετικοῦ Νέας (3). ΠΑΡΑΙΤΟΥ͂. Απόβαλλέ

-

(1) Εὐσεβ. Εκκλ. ίςορ. VI, 43, σελ. 400, ἐκδ. 1979. = (2) Α', Προς Τιμόθ. έ, 16, σελ. 185. — (3) ἵδε κατωτέρ. τὴν ἐξήγησιν τῆς Β', Προς Τιμόθ. β', 22.

« ΠροηγούμενηΣυνέχεια »