Εικόνες σελίδας
PDF
Ηλεκτρ. έκδοση

και, παραπλησίας τοῖς τῶν μελιττῶν κηρίοις] "Ορα Κέλσον ιε' 16. Παρὰ τοῖς νεωτέροις όνομάζεται Λατ. tinea favosa διὰ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὴν κυρίαν ονομασίαν τοῦ μελικήρου. Μελίκηρον, τό. Η κηρίθρα, ήτοι ή περιεχτική του μέλιτος πήτα, ἡ μελιτόπητα τῶν μελισσών, Θεόκριτ. κ. 27. 2) = μελικηρία· τὸ πλης. τοῦ μελίκηρον, ὅρα μελίκηρα. Μελίκομπος, ό, ή (κομπέω) ποιητ. Ο γλυ τέως ἠχῶν, κομπάζων τρόπον τινά, ταὐτὸν τῷ, μελίγδουπος. Πίνδ. Ισ9. 2, 46. Μελικός, ή, όν, καὶ ἐπίβ. μελικῶς. ̓Ανήκων εἰς μέλος, ψαλμῳδίαν· μετὰ μέλους συνωδευμέ νος· ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μέλους ὠν· ὁ ψάλλων, μελίζων, δυνατός νὰ ψαλθῇ. »Ὁ μελικός", Λυρικός, ὁ ποιητὴς λυρικῶν ᾠδῶν. * Μελίκρας, ατος, τό· ὅρα τὸ ἑπόμ. Μελίκρατος, ο, ή· καὶ, μελίκρητος, ο, ή, Ιωνικ. (κεράννυμι, μέλι). Ο μετά μέλιτος μεμιγμένος, ἤ κατεσκευασμένοι. Τὸ μελίκρητον, καὶ 'Αττκ. »Μελίκρατον, τόν, τὸ συγκερασμός τον, μεμιγμένον, ἐκ μέλιτος καὶ γάλακτος πιοτὸν, τὸ ὁποῖον ἐσπένδετο εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἐν ᾅδου καὶ εἰς τοὺς θεοὺς τοῦ Α'δου, Οδ. Κ, 519. Λ, 27. δι' ὃ καὶ ῥητῶς. »Μελίκρατα γαλακτος“, Εὐριπ. Ορ. 115. Επειδή μεθ' Ομηρ. ἐνέουν μὲ ταύτην τὴν λέξιν καὶ μῖγμάτι ἐκ μέσ λιτος καὶ ὕδατος· τὸ μελίκρατον ἐλέγετο καὶ ο μελίκρας· (συνήθ. ἀναπληροῦσιν, ὑπακουομ. τοῦ, γάλα, ἡ ὕδωρ, βέλτιον δὲ τοῦ, πόμα.) Μελίκταινα, ή· ποιητὴ ἀντὶ τοῦ, μελίταινα, Νίκανδρο

Μελιστής, ου, ό, Δωρικ, μελικτάς (μελίζω). Ψάλτης, ποιητής, τραγῳδιστής· ἐξαιρτ. ὁ παίζων τὸν αὐλόν· λέγεται καὶ, μελιστής. Μελιλώτινος, ίνη, ινον. Ὁ ἐκ μελιλώτου κατεσκευασμένος.

Μελίλωτον, τό, καὶ, μελίλωτος, ὁ (μέλι, λωτός ). Εἶδος λωτοῦ, ἔχον τὴν ὀσμὴν παρομοίαν τῷ μέλιτι· εἶδος καβαλαριᾶς (χόρτον) · μυρίζον ὡς ἂν τὸ μέλι· ὅρα Στράβ. σελ. 830. καὶ ̓Αθήν. σελ. 73. (νυν μόνον δὲ παρὰ Νικ. Θηρ. 897. ἔστι τὸ ἰῶτα ἐν τῇ ἄρσει μακρόν ) Μελίμηλον, τό (μῆλον). Εἶδος μήλου γλυχέως ὡς τὸ μέλι γλυκύμηλον, γλυκόμηλον. Ἰδὲ καὶ ἐν τῷ, μηλό μελι.

Μελισσόκρας, ατος, δ, καὶ ἡ, = μελιτός
κρας. Ο μετά μέλιτος μεμιγμένος.
* Μελισσονόμος, ό, ή (νέμω). Ὁ βόσκων
τρέφων, κρατῶν μελίσσας, ὡς τὸ μελισσοκόμος.
2) Μελισσονόμοι φαίνεται παρ' Αριστφ. Βατρχ.
1273, ὅτι ἦσαν ὑπηρέται τινὲς ἡ ἐπιστάται
τῶν μελισσών, σημτ. 4. ἐκτὸς εἰμὴ ἄν ἀνα-
γνώσῃ τις ἐνταῦθα πολισσονόμος.
Μελισσοπόνος, ο, ἡ (πονέω),
ταὐτὸν τῷ,
μελισσοκόμος, 'Αναλεκτ. β'. 133.
Μελισσόῤῥυτος, ο, ή, και, μελισσόρυτος
ρέω, μέλισσα). Εκ μελισσῶν ῥεόμενος, ὅς τις
χύνεται ἀπὸ τὰς μελίσσας, Ορφ. Αργ. 572.
» Νασμοί μελιτσόρντον, τὸ μέλι.
Μελισσισόος, ο, ἡ (σώζω). Ὁ τὰς μελίσσας
σώζων, προστατεύων, ̓Ανθολ. ἐπίθ, τοῦ Πανός.
Μελισσότευκτος, ὁ, ἡ (τεύχω). Ὑπὸ με
λισσῶν κατεσκευασμένος. »Κηρία μελιτσότευ
κται, ὑπὸ τῶν μελιστῶν κατεσκευασμένα,
Πίνδρ. λείψ. παρ' Ετυμολο
Μελισσότοκος, ὁ, ἡ (τίκτω). Ὁ ὑπὸ τῶν
μελισσῶν γεννηθεὶς, παραχθείς. 2) Ενεργτ. μετ
λισσοτόκος, ὁ μελίσσας τίκτων, γεννῶν. »Τ-
μνων μελισσοτόκωνα, Αναλεκτ. γ'. 261. αντί,
ἡδέων γλυκέων ὕμνων.
Μελισσοτροφεῖον, τό, ταὐτὸν τῷ, μάλισα
σών. ἐκ τοῦ

μελίρρυτος, ό, ή (ῥέω). Ο μέλι ρέων, γλυ-Μελισσοβότος, ό, ἤ, ταὐτὸν τῷ, μελισσοκόμος. κὺς ὡς μέλι, ποιητ. Μελισσοκόμος, ό, ή (κομέω), καί, μελισ *Μέλις, ό, ἀντὶ μέλι, λέγει ὁ Σεύθης πα- σονόμος, ὁ, ἡ (νέμω). Ὁ μελίσσας κομέων, νέο ρ' Αριστφ. Θεσμ. 1192. μων· ὅς τις ἐπιμελεῖται τὰς μελίσσας, ὃ ἐστὶ Μελίσσω, Δωρκ, ἀντὶ, μελίζω, Θεόκρ. φυλάτει, περιποιεῖται, τρέφει καὶ ἔχει αὐτάς· * Μελίσκιον, τό, υποκορ. του, μέλος, σημ. 2. παρβλ. μελισσοπόνος, μελισσοτρόφος, μελιττοΜέλισμα, ατος, τό (μελίζω). Ὕμνος, ᾠδή, πόλος, μελισσουργός. τραγούδιον, ᾆσμα. 2) Μελωδία, ψαλμωδία. » Εν ᾠδαῖς τὰ μελίσματα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γίνονται τοῦ αὐτοῦ μακροῦ γράμματος, Δημήτρ. 74· τό όποῖον δύναται νὰ παραβληθῇ μετὰ τοῦ ἐκ Δίνυσ. κρίσ. Λυσίου 2. κινήσεως μολισμοῦ καὶ πλοκῆς φθόγγων, ἀλλὰ τὰ χειρόγρ. ἐνταῦθα, μελῶν ἔχουσι. 3) ἦχος ἑνὸς μουσικοῦ ὀργάνου. Μελισμάτιον, τό, υποκρ. Μικρὸν μέλισμα. (α) Μελισμός, ὁ (μελίζω). Ἡ τῶν μελῶν διαίρεσις καὶ διαχώρησις· διαμερισμὸς τῶν μελῶν, ἤτοι κατακομάτιασμα αὐτῶν. 2) τὸ ἄδειν, ψάλλειν· παρὰ Βρυενν. ἁρμον. σ. 480. τὸ λεγόμενον τρίλλισμα του ψαλσίματος. Μελίσπονδα, τα (μέλι, σπένδω), ὑπακουομ. ἱερά. Θυσίαι εἰς πιοτα, σπονδαὶ ἐκ μέλιτος, παραβλ. ελαιόσπονδα, οἰνόσπονδα, υδρόσπονδα. Μέλισσα, καὶ Αττικ. μέλιττα, ης, ή. Το γνωστὸν ἡμῖν πτερωτὸν ζωύφιον, τὸ ὁποῖον συνάζει ἐπιμελῶς ἐκ τῶν φυτῶν καὶ ἀνθέων τὸ κηρίον καὶ τὸ μέλι, Ομρ. καὶ Ἡσίοδο αναφιβόλως ἐκ τοῦ, μέλι, καθὼς καὶ σχηματισμός μέλιττα, τὸν ὁποῖον ἔχει ὁ Ἐμπεδοκλῆς, παρ ρ' Αθην. ιβ'. σελ. 510. »Ξουθών μελιτῶνα, αντί, μελιττῶν· κατ ̓ ἄλλους δὲ Ετυμολ. ἐκ τοῦ μέλω, ἡ μέλιττα, καθὴ τὸ ἐπιμελέστατον ζώον, υπάρχει τὸ σύμβολον μεγάλης επιμελείας, έπομ. καὶ καλῆς οἰκονόμου, οἰκοδεσποίνης, Simon de mul. 83. 2) μετωνυμ. παρὰ ποιητ. καί, τὸ μέλι, Reisig enarr. Soph. OC. 481. »Υδατος, μελίσσης· μηδὲ προσφέρειν μέθυα, πρβ. Epinic. Ath. 10. σ. 432. C. Lobkck Φρυν. σ. 137. 3) τροπο. ο ποιητής, ἡ ποιήτρια, ἐξ πειδὴ βυζάνουσι τὸ μέλι ἐκ τῶν ανθέων τῆς ζωῆς, καὶ ἐξεργάζονται αὐτὸ τεχνικῶς καὶ ἐπισ μελῶς εἰς γεῦσιν άλλων, Ἰακ. Α. Π. σ. 580. 4) »Μέλισσα Δελφίς, Πίνδ. Π. 4, 108. ἡ εἰς τοὺς Δελφοὺς ἱέρεια, παρβλ. Boeckh. expl. Pind. Οl. 6, 30. ἐξαιρ. δὲ, μέλισσαι έκαν λοῦντο αἱ ἱέρειαι τῆς Δήμητρος καὶ ̓Αρτέμιδος, Creutzer's Symbolik, 3. σ. 354. 4. σ. 241. 382. κτ. παρβλ. ἐσσήν, ὅθεν 5) παρ σα καθαρά καὶ σώφρων ψυχή, ὡς τό, νύμφη, παρὰ τοῖς μυστικοῖς, π. χ. παρὰ Πορφ. νυμφ αντρ. ἔτι δὲ ἡ σελήνη, καθὸ θεωρουμένη ως καθαρὰ καὶ νύμφη. 6) όνομα κύριον γυναικός, Ηροδ. 3, 50. 5. 92. ὅθεν Μελισσαίος, αία, αῖον. Ὁ ἐκ τῶν μελισσών ῶν· ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰς μελίσσας ἢ διαλαμβάνων περὶ αὐτῶν.

Μελίνη, ή. Οσπρίων εἶδος, ὅμοιον κέγχρῳ,
panicum miliaceum, 'Hpod. 3, 117. w To,
ἔλυμος, Ιδὲ Ελυμος. (υυ - ;)
Μέλινον, τό, ταὐτὸν τῷ, μελίταινα, Varro
rei rust. 3, 16, 10. not p. 573. (;)
Μέλινος, δ, ταὐτὸν τῷ, μελίνη, ἀμφ. (;)
Μέλενος, ίνη, ινον (μελία ). Εκ μελίας κατε-
σκευασμένος, »Δόρυ μέλινον, παρ' Ομρ. Ρ,
339. Ἐν Ιλδ. ἀεὶ ἐν χρήσει ὁ ποιητικὸς τύ
πος, μείλινος· ἐπίπτ, τοῦ ἔγχους, δόρατος.
Μελίπαις, αιδος, ὁ καὶ ἡ (παῖς). Ὁ τοῦ μέλι.
τος παῖς, 'Ανάλεκτ. β ́, 379. »Μέλισσαι, ἡ
σίμβλοι μελίπαιδες,
Μελίπηκτον, τό (πήγνυμι). Ὁ ἐκ μέλιτος
κατεσκευασμένος πλακούς, μελόπητα, ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον ὡς τράγημα, Αθην. ιδ'. Ώσπερ
οἱ τοῦ μέλιτος έψηταὶ τὰ μελίπηκται, Βασίλ. * Μελισσία, ή, = μελισσών.
ἐπιστολ. πρὸς Λιβάν. 1595. sucreries con-
fitures, Γαλλ.
Μελίπνοος, συναιρ. ίπνους, ὁ, ἡ (πνέω ). Ὁ
γλυκεῖαν πνοὴν ἐκδίδων, ἡδύπνους, εὐωδιάζων
ὡς μέλι· καὶ ὑδύ ψάλλων, Θεόκρ.

* Μελίσσειός, εία, ειον, = μελισσαίος, με-
λίσσιος.

* Μελιπτέρωτος, ό, ή (πτερόω), Γλυκο-
πτέρυγος, π.χ. μέλεα μουσῶν, Αθην.
*Μελίπτορθος, ό, ή (πτόρθος). Πᾶς, ἐξ
οὐ βλαστάνει μέλι.

* Μελιῤῥα θάμιγξ, ιγγος, ό, ή (αθάμιγα).
Σταλακτικός μέλιτος. (α)
Μελίῤῥοος, ό, ή, συναιρ. μελίῤῥους, και,

Μελισσεύς, έως, ό, ταὐτὸν τῷ, μελισοκόμος.
Μελισσήεις, Μετα, ἦεν. Πλούσιος μελισσῶν·
γεμάτος ἀπὸ μελίσσια, Νίκανδρο Θηρ. 2. καὶ
Κόλουθος 23.

Μελίσσιος, και, μελίσσειος, ό, ή. Ἐκ τῶν
μελισσών κατεσκευασμένος· ἀνήκων εἰς τὰς μετ
λίστας. Ο Ησύχ. ἔχει, μελίσσιον, τό, ἀντὶ
τοῦ, σμήνος, ὡς καὶ ἐν τῇ συνηθ, καὶ ὁ Σουίδ.
» Μελισσείου κηρίου.
Μελισσοβότανον, τό (βοτάνη), ταὐτὸν τῷ,
μελισσόφυλλον, Σχόλ. Θεοκρ. δ ́. 25. λέγεται
καὶ μελίτταινα, μελίταινα, μέλινον, μελισσοβοτον.
Μελισσόβατος, ό, ή (βόσκω). Υπό μελισ-
σῶν βοσκώμενος, συχναζόμενος, ή βοσκημένος.
Τὸ οὐδέτρ. εἶναι παρὰ Νικάνδ. Θηρ. 677. ταύ
τὸν τῷ, μελισσόφυλλον, μελισσοβότανον.

Μελισσοτρόφος, ο, ἡ (τρέφω), ταὐτὸν τῷ, μελισσοκόμος. Ο τρέφων μελίσσας.

* Μελισσουργείον, τό, Τὸ ἐργαστήριον τοῦ μελισσουργού.

* Μελισσουργέω. Μολισσουργός εἰμι. Μελισσουργία, ή, ταυτὸν τῷ, μελιτουργία. Ἐν τῇ συνηθ. λέγεται ἡ τῶν μελισσῶν ἐπιμέ λεια. Η εργασία καὶ ἐνασχόλησις τοῦ μελισ σουργού.

Μελισσουργικός, ή, όν, ταὐτὸν τῷ, μελι τουργός. Ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐπιμελεῖσθαι τας

μελίσσας, εἰς τὴν ὑπουργίαν τοῦ μελισσουργού. Μελισσουργός, ὁ, ἡ (μέλισσα, ἔργω). Ο τὰς μελίσσας ἐπιμελούμενος, μελισσοκόμος, ὅςτις καταγίνεται ἐπιμελούμενος τὰς μελίσσας καὶ ζῇ ἐκ τούτου τοῦ ἔργου. Ο μελισσουργός, = με λισσεύς.

*

Μελισσοφάγος, ὁ, ἡ (φαγεῖν ). Τρώγων μελίττας. (α)

Μέλισσόφυλλον, τό (φύλλον). Εἶδος φυτ
τοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ὀσμὴ εἶναι ὡς ἡ τῆς μελίσ
σης, μελισοβότανον, Διόδρ. Σικελ, γ'. 118.
Μελισσόχορτον, τό, ταὐτὸν τῷ, μελισσο
βότανον.

Μελίσσω, ποιητα, ἀντὶ, μειλίσσω, Αισχύλο
Ικετ. 1037. Ιδέ μειλίσσω.

Μελισσών, καὶ ̓Αττκ. μελιττών, ώνος. Τόπος,
εἰς ὃν φυλάττονται αἱ μέλισσαι· ὡς τό, μελισ
σατροφεῖον.

Μελισταγής, έος, ο, ή, καί, μελίστακτος, ο,
ἡ (στάζω), Μελέαγρ. ἐπιγρ. ά. 33. Ο μέλι
στάζων.

Μελιστής, ου, ὁ (μελίζω), = μελικτής. Ψάλο
της, λαλητής.
Μέλιτα, ή, ποιητ, ἀντὶ μέλισσα, μόνον κα-
ρ' Εμπεδοκλ

Μελίταινα, ή, = μελίτταινα, καὶ
Μελιταίον, τό. Κυνίδιον μικρόν, Σουίδ, και
Ησύχ. ̓Αρτεμίδ. β'. ιά. »Οι τε ἐπὶ τερπωλήν
(κύνες) καὶ οἱ μελιταῖοι λεγόμενοι, ὅ ἐστιν, οἱ
ἐκ τῆς Μελίτης νήσου ὄντες. Τοῦτο τὸ εἶδος

τῶν σκύλων εἶναι μικρὸν καὶ συνείθιζον μάλιστα αἱ γυναῖκες νὰ κρατῶσιν εἰς τὸν κόλπον των ἢ εἰς τὴν ἀγκάλην.

Μελίτεια, ἡ (μέλι), παρὰ Θεοκρ. ταὐτὸν τῷ, μελισσόφυλλον, μελισσοβότανον, Νίκανδ. Θηρ. 354. Θεόκρ. 4, 25. Μελίτειον, καὶ, μελίτιον, τό (μέλι). Ποτόν τι ἐκ μέλιτος καὶ ὕδατος διὰ τῆς ἀφ' ἑαυτοῦ ζυμώσεως (βράσεως) κατεσκευασμένον, υδρόμε λι· καὶ τὸ ἐκ δρυοβαλάνων κατεσκευασμένον, Πλούτρ. Κοριολ. γ'. Κοϊντ. Σμυρν. δ'. 5. Σχολ. Αριστοφ. Σφκ. 365. Μελιτερπής, έος, ὁ, ἡ (τέρπω). Ὁ γλυκά τέρπων, ὁ ὡς μέλι γλυκύς, "Ανθολογ. Μελετήμερος, ο, ή (ημέρα), =καλήμερος, παρ' Ησυχ. Ηδύς, γλυκὺς, ἐπὶ ἀγαθῶν καὶ και λῶν ἡμερῶν. Μελιτήριος, ία, ιον, καί, μελετηρός, ά, όν, και, μελίτινος (μέλι). ̔Ο ἐκ μέλιτος ων· ἀνήτων εἰς μέλι γλυκὺς ὡς τὸ μέλι. »Μελιτήριον ἄγγος» (Πολυδ. ί. 193.), αγγεῖον, ἐν ᾧ ἐμβάλλουσι μέλι.

* Μελετίδης, ου, ο, πατρωνυμ. τοῦ μέλιτος· καὶ εἰς τις ἐν ̓Αθήναις ὡς παροιμία γενόμενος μωρός (αχμάκης), ὡς τὸ, μαμάκυθος, ̓Αριστφο Βατραχομ. 991. Μελετίζω. Μεταχειρίζομαι ιατρικώς τό μέλι εἰς ἔλειψιν, ήγουν ἀντὶ σακχάρου· ὅθεν, μελιτι σμὸς, ὁ, Παῦλ. Αίγιν. ά. 17. ἡ τοιαύτη ιατρικὴ χρῆσις τοῦ μέλιτος.

• Μελίτινος, ίνη, ινον, = μελιτήριος, μελιτηρός. Μελίτιον, τό, = μελίτειον.

* Μελιτισμός, ο (μελιτίζω). Ἡ ἰατρικὴ χρήσις τοῦ μέλιτος εἰς ἄλειψιν· ἰδὲ καὶ μελίζω. Μελιτίτης, ου, ο, οἶνος, ὁ μετά μέλιτος ήτοιμασμένος οἶνος, vinum mulsum. Μελιτοειδής, έος, ο' (εἶδος). Ὁ τὸ εἶδος, ἢ τὸ χρώμα του μέλιτος ἔχων. Μελιτόες, εσσα, εν (μέλι). Μελιτοειδής, ή ἐκ μέλιτος κατεσκευασμένος· γλυκὺς ὡς ἂν μέσ λι, καθόλου νόστιμος, ἡδύς. »Μελιτόεσσα» (Ηροδ. Η'. 41. συνυπακουομ. τὸ μάζα,) πλακούς μετά μέλιτος, μπουρέκι, Τουρκ. Πολυδ. ς'. 76. Σχολ. Αριστο. Νεφ. 508. Ἐκ τοῦ μελιτόεσσα, ἔκαμαν οἱ 'Αττκ. κατὰ συναλ. μελιτοῦττα, ὡς οἰνοῦττα κ. τ. τ. λέγεται δὲ καὶ, μελιτούς, ὁ, συνυπακμ. πλακοῦς.

Μελιτόκρας, ατος, ό, καὶ ἡ (κεράννυμι), = μελίκρατος. Μέλι κεκραμένος. Μελιτοπωλέω, ω (πωλέω). Μέλι πωλῶ. ὅθεν Μελετοπώλης, ου, ο, και, μελιτοπώλιο, ιδος, ἡ. Ὁ τὸ μέλι πωλῶν, ἡ τὸ μέλι πωλοῦσα. Μελετοτροφέω (τρέφω). Μετά μέλιτος τρέφω. 2) = μελισσοτροφέω. ὅθεν Μελετοτροφία, ή. Η διὰ μέλιτος τροφή. Μελιτοτρύγησις, εως, ή. Ἡ του μέλιτος τρύγησις.

Μελιτουργεῖον, τό (ἔργον). Τόπος, ἔνθα γίνεται τὸ μέλι, ή κυψέλη, ὁ σίμβλος τῶν μελισσών.

Μελετουργίω, ὦ (μελιτουργός). Μέλι έτοι μάζω, κάμνω. ὅθεν

Μελιτουργία, ἡ. Ἡ τοῦ μέλιτος ἑτοιμασία· καὶ τὸ ἔχειν καὶ ἐπιμελεῖσθαι τὰς μελίσσας. ὅθεν Μελετουργικός, ή, όν. ̓Ανήκων εἰς μελιτουργίαν.

Μελιτουργός, ό, ή (ΕΡΓΩ). Ο τὸ μέλι ἐτοιμάζων, κατασκευάζων· καὶ ὁ τὰς μελίσσας ἐπιμελούμενος, μελισσουργός.

νοῦττα, π. Τ.Τ. καὶ, μελιττοῖς, ἀντὶ, μελιτόεις, ὑπακονομ. πλακοῦς. Μελιτοφόρος, ό, ή (φέρω). Ὁ μέλι φέρων. Μελιτόχροος, καὶ συναιρο μελικόχρους, ο, ή, = μελίχροος.

Μελετάω, ω. Μετά μέλιτος μιγνύω, κατασκευάζω, ἡ ἀλείφω μετά μέλιτος· ποιῶ τι γλυκὰ διὰ τοῦ μέλιτος. »Αγγεῖον μεμελιτωμένον, Πλούταρχος.

Μέλιττα, ή, Αττε. ἀντὶ, μέλισσα. * Μελίτταινα, ή, = μελισσοβότανον. Μελίττιον, τό, υποκορ. του, μέλιττα. Μια κρὰ μέλισσα, 2) τὸ σίμβλον, τὸ κουβέλι τῶν μελισσῶν, σχηματισθεν ὡς τὸ, κηφήνιον, σφηκίον, κ. τ. τ. Αριστοτ. ζώων Ἱστορ. π. 4ο Μελιττοπηχεῖν, παρὰ Σονίδ, ἔνθα, κατὰ Φώτο πρέτει νὰ ἀναγνωσθῇ, μελιττοπτηχεῖν, ἐκ τοῦ, πτήσσω, τὸ κρούοντας ψόφον ποιεῖν, ἵνα μὴ αἱ μέλισσαι προσπέτωνται, καθώς π,χ. και μνουν, ὅταν ἐκβαίνῃ τῶν σίμβλων τὸ νέον με λίσσιον. Ὁ Ἡσύχ. ἀντὶ τούτου, μελιττοπολεῖν, έχει.

*

Μελιττοπολέω, ω. Μετά μελισσών περιφέ ρομαι, συναναστρέφομαι μὲ τὰς μελίσσας, που ριποιοῦμαι καὶ ἀνατρέφω μελίσσια, καταγίνομαι εἰς τὴν αύξησιν αὐτῶν, ἐκ τοῦ Μελιττοπόλος, ὁ (πολέω). Ὁ πατὴρ τῶν μελισσών, ἤτοι ὁ καταγινόμενος εἰς περιποίησιν καὶ αὔξησιν τῶν μελισσών. Αριστοτ. θαυμ. 65. Μελιττοπτέρωτος, ό, ή (πτερόω). Εχων πτερα μελίσσης, Πρατίνας παρ' Αθην. 14. σ. 633. Α. Voss mythol. Briefe, 2 pag. 54. Μελιττοπτηχέω (πτήσσω). Κτυπῶν εἰς χαλο κὸν, κάμνω κρότον διὰ νὰ ἐμποδίσω τὰς περιπλανωμένας μελίσσας ἀπὸ τοῦ νὰ πετάξω ωσι καὶ φύγωσι. Ἰδὲ μελιττοπηχεῖν. Μελιττοτροφείον, τό, καί, μελιττοτρόφος, ὁ, ἡ, Αττκ, ἀντὶ μελισσοτροφεῖον, μελισσοτρόφος. Μελιττουργέω, μελιττουργία, μελιττουργός, 'Αττκ. αντί, μελισσουργέω, κ. τ. λ. * Μελιττοῦτα, ή, = · μελιτοῦττα. Μελιττώδης, εως, ό, ή (μέλιττα, εἶδος). Ο τὸ εἶδος τῆς μελίσσης ἔχων. Μελιττών, ῶνος, ό, Αττκ. ταυτὸν τῷ, μελισσών. Μελιτώδης, εος, δ, ή (μέλι, εἶδος). Τὸ εἶδος, ἢ τὸ χρῶμα τοῦ μέλιτος ἔχων· ὅμοιος τῷ μέλιτι, ὡς ἂν μέλι.

Μελίτωμα, τό (μελιτόω). Πλακοῦς ἐκ μέλι λιτος, Διοσκορ. δ'. 64. Βατραχ. Μελίτωσις, εως, ἡ (μελιτόω). Η διὰ τοῦ μέλιτος γλύκανσις.

* Μελίφθεγκτος, ό, ή (φθέγγομαι), καὶ Μελίφθογγος, ό, ή (φθογγή). Ο ηδύ, γλυκὺν φθόγγον ἔχων, ἡδύφωνος, καθόλου δὲ, γλυκὺς, χαρίεις, νόστιμος.

πυ

Μελίφρων, ονος, ο, ή (φρήν). Ο διὰ τῆς γλυκύτητος τὴν καρδίαν γλυκαίνων, εὐφραίνων, γλυκύς, Ιλδ. Ζ, 264. » Οίνος μελίφρωνα· πιο ρός, σίτος, Ομρ. καί, ὕπνος, Ιλ. Β, 34. θυμός, Ἡσδ. Ασπ. 428. και, προσηνὴς ὡς τὸ μέλι.

Μελίφυλλον, τό (φύλλον), ταυτὸν τῷ, μετ λισσόφυλλον, Νίκανδρ. Θηρ. 554. Μελίφυρτος, ό, ἡ (φύρω). Ο μετά μέλιτος Μελίφωνος, ό, ή (φωνή), ταὐτὸν τῷ, ἡδύο πεφυρμένος, μεμιγμένος, Ανθολγο φωνος. Γλυκόφωνος, γλυκόηχος. Μελίχλωρος, ό, ή (χλωρός). Ξανθός, κιν τρινος ὡς τὸ μέλι.

* Μελίχρονος, ο, ή (χροιά), = μελίχροος. * Μελετούς, κατά συναίρ. ἐκ τοῦ μελιτόεις, Μελίχροος, χρούς, ο, η (χρόα). Ο τὸ χρῶ= μελιτταῦτα· ὅρα μελιτόεις. Μελιτοῦττα. ή, κατά συγκοπ. ἐκ τοῦ, μελιτόεσσα, ὑπακ. τοῦ, μάζα. Πλακούς τις ἐκ μέλιτος καὶ ἀλεύρου κατεσκευασμένος, ὡς τὸ, οἶ

μα του μέλιτος ἔχων, ξανθός. (συχνάκις συγχέεται μὲ τὸ, μελιχρός.) Μελιχροποιέω, ω, Μελιχρόν, γλυπὸν ὡς τὸ μέλι ποιῶ, ἐκ τοῦ

Μελιχρός, ά, όν. Γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, Θεοτρ. 5, 95. 2) μετά μέλιτος κατασκευασμένος· στο νέχεται μετὰ τοῦ, μελίχροος. (ἄνευ συνθέσεως καὶ κατ ̓ εὐθεῖαν· ἐκ τοῦ μέλι σχηματισθέν, ὡς τὸ, πενιχρὸς ἐκ τοῦ πενία.)

Μελίχρυσος, ὁ, ἡ (χρυσός. Ξανθός, κίτρινος ὡς τὸ μέλι ἢ ὡς ὁ χρυσός, Οππιαν. Κυνηγ. 1, 351. *Μελιχρώδης, ο, ή (μελίχρους, εἶδος). Ξανθὸς τὴν ὄψιν ὡς τὸ μέλι, Στράτων. Μελίχρωος, ο, ή, ταὐτὸν τῷ, μελίχροος, πόλλ' αμφ. Boeckh Min. σ. 139. *Μελίχρως, ωτος, και, σας (χρώς), = με λίχροος.

Μέλκα, η. ̓Αναψυκτικόν τι καὶ δροσερὸν ἑδρα σμα (φαγητόν) τῶν Ῥωμαίων, ἐκ γάλακτος κατεσκευασμένον, Γαλην. μεθοδ. 7. Παῦλ. Αίγιν. Γεωπον. (ἐκ τοῦ Γερμ. Melk, Milch. Molke, τὸ καθ' αὐτὸ παρ' Ελλ. οξύγαλα, Morell. cod. mss. Lat. bibl. Nan. σ. 67.) Μέλλαξ, ακος, ὁ. Εφηβος, μείραξ, νέος, νεωτ. λέξις, Γλωσσ, ὁ Ἡσύχ· ἔχει μέλακες, νεώτε ροι· ἄλλοι δὲ γράφουσε, μίλαξ, καὶ ἑρμην. διὰ τοῦ, δημοτικὸς (ήτοι ἐκ τοῦ μέλλω ως το μελλείρην, μελλέφηβος, ἡ συγγν. τῷ, μείραξ.) [ακος;]

Μελλέβιος, ο, ή (μέλλω, βίος), ταὐτὸν τῷ, ημιθανής, Ησύχ. Μελλείρην, ἡ μελλίρην, ενός, ὁ (μέλλω, εἴρην), παρὰ Λακεδαιμ. ταὐτὸν τῷ, μελλέφη βος. Ιδὲ Είρην. Πλούταρχ. εἰς Λυκούργο 17. »Εἴρηνας δὲ καλοῦσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας. Μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους· οὗτος οὖν ὁ εἰρην εἴκοσι ἔτη γεγονώς, ἄρχει τῶν ὑποτεταγμένων ἐν ταῖς μάχαις. κ.τ.λ.

Μελλέποσις, ή μελλόποσις, εως, ὁ, καὶ ἡ (μέλλω, πόσις). Οςτις, ἥτις μέλλει νὰ ὑπανδρευθῇ ὁ μέλλων ἀνὴρ γυναικός, ἢ ἡ μέλλον· σα γυνὴ ἀνδρὸς γενέσθαι. Μελλέπταρμος, ο, ή, = μελλόπταρμος (πταίρι). Ο μέλλων, ἢ ὁ θέλων, ἐν ἀκμῇ νὰ πταρμισθῇ καὶ διὰ τοῦτο στρέφων τὸ λευκὸν τοῦ ὀμματίου πρὸς τὰ ἄνω, Αριστοτέλο προβλ. λά »Καί τοι κρύπτεται τοῦ μέλανος τι, καὶ τοῖς ἄνω βάλλουσι τὰ λευκὰ τῶν ὀμμάτων, ὡς μελλοπτάρμοις. Μελλέφηβος, ο, ή (μέλλω, ἔφηβος). Ο πλησιάζων νὰ γίνῃ ἔφηβος, ο μέλλων νὰ ἐμβῇ εἰς τὴν τάξιν τῶν ἐφήβων, ὁ ἐγγὺς ὤν τοῦ ἐλθεῖν εἰς ταύτην τὴν ἡλικίαν (ἥβην). (Μελλέω), άχρηστον πρωτότυπον, ἐξ οὗ συ νεθίζουσι νὰ παράγωσι χρόνους τινας τοῦ μέλλω. * Μέλλημα, ατος, τό (μέλλω). "Αργοπορία, ἄργητα, ἀναβολή, Εύρπ. Ιφ. Αύλ. 815. Μέλλησις, εως, ή, και, μελλισμός, οὔ, ὁ (μέλλω). Τὸ αργοπορεῖν, χρονοτριβεῖν, ἐκνεῖν, ἀναβάλλειν, ἢ διστάζειν· άργητα, αργοπορία βραδύτης, ὑπέρθεσις ἢ ἀναβολὴ τοῦ καιροῦ· καὶ διατριβὴ· καὶ ὁ μεταξύ καιρός, διάστημα. 2) τὸ θέλειν, προσμένειν, ἐκδέχεσθαι ἡ θέλησις, προσδοκία, τὸ ἐπίκεισθαί τι, τὸ εἶναί τι εἰς ἀκμήν, ἐγγὺς νὰ γένη, συμβῇ. »Μελλισμού σημεῖαι, σημεῖα τῆς ἀρχομένης ἀῤῥωστίας, Αρετ. 3, 11. Θουκδ. δ'. 126. »Οὗτοι δὲ τὴν μέλλησιν μὲν ἔχουσι τοῖς ἀπείροις φοβεράνα, «Διὰ βραχείας μελλήσεως» (Θουκυδ. έ. 66.), μετὰ μίαν μικρὰν ἐν τῷ μεταξὺ ἀναβολὴν τοῦ καιρού.

Μελλιτής, ου, ο μέλλω). "Ος τις αργοπορεί,

βραδύνει, ἀναβάλλει τὸν καιρὸν, ὀκνεῖ, ἡ διστάζει. Μελητιάω, ως ἐφετικὸν τοῦ μέλλω. "Αγαπώ, ἔχω ὄρεξιν νὰ ἀργοπορῶ, ὀκνῶ, ἡ διστάζω. Μελλητικός, ή, όν (μέλλω). Ανήκων ἡ ἐχων κλίσιν εἰς τὸ αργοπορεῖν καὶ ἀναβάλλειν τὸν καιρὸν, ὀκνεῖν ἢ διστάζειν.

[ocr errors]
[ocr errors]

Μαλλιέρη, ή (μέλλω, ἱέρη). Η μέλλουσα, ἐν ἀκμῇ οὖσα, ή, διωρισμένη οὖσα νὰ γένῃ ἱέρισσα. Ἰδὲ ἱέρη.

• Μέλλιχος, αντί, μείλιχος, ὅρα μειλίσσι. Μελλόγαμος, ὁ, ἡ (μέλλω, γαμέω), = - μελ. λέποσις. Ο μέλλων γαμεῖν, νυμφευθῆναι, ὅς τις μετ' ὀλίγον θέλει νὰ ὑπανδρευθή. »Μελλό γαμος γαμβρός, Θεόκρ. κβ'. 140. Μελλοδειπνικός, ή, όν (δεῖπνον). Γινόμε νος ἐν ὅσῳ νὰ ἑτοιμασθῇ τὸ δεῖπνον, Αριστοφ. Έκκλ. 1153. »Μέλος μελλοδειπνικόν, τὸ ὁποῖον ψάλλεται, ἢ παίζεται, ὁπόταν ἦναι ἐν ἀκμῆ, θέλῃ νὰ δειπνήσῃ τινάς.

Μελλοθάνατος, δ, ή (θάνατος). Ὁ ἐν ακμῇ, ἐγγὺς ὧν θανάτου πολλὰ γέρων, ἀμφο Μελλονικάω, (νικάω). Κυρίως, Αναβάλλω, υπερτίθημι τὸν καιρὸν, αργοπορῶ νὰ νικήσω, ̓Αριστοφ. "Ορν. 639, εὐφυῶς καὶ εὐστόχως παίζων περὶ τοῦ στρατηγοῦ Νικίου ὅστις ἀνέβαλε τὸν καιρὸν με διαφόρους προφάσεις εἰς τὸ νὰ ἐπιχειρήσῃ τὴν τῆς Σικελίας εκστρατείαν. Μελλονύμφιος, δ, ή (νυμφίος). Ο μέλλων νυμφίος γενέσθαι.

Μελλόνυμφος, ό, ἡ (νύμφη). Ὁ ἐγγὺς ὤν να αρραβωνιαστῇ ἡ νυμφευθῇ, ἐξαιρ. ἐπὶ γυναικός, ἥτις λέγεται καὶ, ἡ μελλονύμφη, ἡ μέλλουσα νύμφη γενέσθαι, ἡ ἀρραβωνισμένη ή συμβιβασμένη (συβασμένη)· όθεν παρά Σοφοκλ. Τραχ. 207. »Α μελλόνυμφος πλαγγα,κ τῶν μελλονύμφων, των μελλόντων υπανδρευθῆναι παρθένων ὕμνος, άσμα, απεναντίας τοῦ, ἀρτές των κλαγγά.

Μελλόπαις, αίδος, ό, η (παῖς). Ὁ μέλλων ἐν αἰχμῇ ὧν να γένῃ ἐκ νηπίου κόρος, παῖς, ἢ κόρη. Καθ' Ησύχ., ὁ ἀπὸ δέκα ἐτῶν προκόπ των (προβαίνων) παῖς τῇ ἡλικίᾳ. Μελλόποσις, εως, ὅ, καὶ ἡ (πόσις). ̔Ο ἐγε γὺς τῶν νὰ γένη σύζυγος, ἀνὴρ γυναικός, ή γυτὴ ἀνδρὸς, εἰς ἀκμὴν ὧν γάμου· λέγεται καὶ μελλέποσις.

Μελλόπταρμος, ό, ή. Ζήτ. Μελλέπταρμος. Μέλλω, Μ. μελλήσω, 'Αόρ. ἐμέλλησα, καὶ παρὰ τοῖς ̓Αττ. δὲ αὐξήσεως τῆς χρονικῆς αὐξήσε ως, ήμελλον, ἠμέλλησα. Ο Όμηρος μεταχειρί ζεται μόνον τὸν ἐνεστῶτα καὶ παρατατικόν· Ἡ κυρία σημασία τοῦ μέλλω ἔστιν εἶμαι εἰς ἀκμήν, εἶμαι ἔτοιμος, μετὰ τῆς ἀπαρέμφ. ἐκείνου, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς ἀκμὴν να πράξη τις ἢ πάθῃ, ὡς ἐπιτοπολύ μετὰ μέλλοντος απαρέμφ., σπανιώτ. δὲ μετὰ τοῦ ἔνεστι, καὶ σπανιώτατα μετά τοῦ ἀορ. τῆς ἀπαρεμφ., ὅστις, οὗτος ἀν καὶ ἀμφιβάλλεται παρά τινων αρχαίων, π. χ. τοῦ Φρύνιχ. σ. 336., εἴρηται ὅμως οὐχὶ μότον παρ' Ομ. Ιλ. Ν, 777. Π, 46. Σ, 98. 362. Ψ, 773. Ω, 46. 'Οδ. Δ, 377. Ε, 135., αλλα καὶ ἐν τῷ Ἰων, καὶ Αττ. πεζῷ λόγῳ, ὅρα Boeckh Πινδ. Ολ. 8, 32. καὶ ἐξαιρτ. Lobeck Φρυν. σ. 133. 745. ἐπειδή, δὲ πρὸς τῇ τυρία σημασία τῆς λέξεως ταύτης κεῖται καὶ άλλη τις σημασία, δηλ. ἡ παρασημασία του, μελετῶ, κατὰ νοῦν ἔχω, φροντίζω (δρα Schaef Διον συνθ. σ. 12), είναι αναμφίβολος ἡ κατὰ τὴν ρίζαν προσεχὴς συγγένεια μεταξὺ τοῦ μέλο λω καὶ μέλω, προσέτι δὲ οὐκ απίθανος καὶ ἡ συγγένεια μετὰ τοῦ Δαν. velle Διαφέρει δὲ τοῦ καθ ̓ αὐτὸ μέλλοντος χρόνου κατὰ τοῦτο, ὅτι τὸ μὲν. μέλλω, αντίκειται τῷ πραγματιων δῶς καὶ ἀναντιρρήτως υπάρχοντι ἢ γεγονότι, χωρίς όμως ῥητῆς ἀναφορᾶς καὶ σχέσεως εἰς καιρόν τινα, ὁ δὲ Μελλων χρόνος ἐμφαίνει τὸ μέλλον ἀπεναντίας τοῦ ἐνεστῶτος καὶ παροχημένου, ὥστε διὰ τοῦτο τὸ αἴτιον γίνεται ἡ χρήτις τοῦ μέλλω τόσον πολυειδής, ώστε πολλάτις δυνάμεθα νὰ ἐξηγήσωμεν αὐτὸ, ὅταν θέλω.

μεν, μόνον μὲ ἄλλα βοηθητικά ρήματα, θέλω, δύναμαι, πρέπει, ή δια τῶν λέξεων πιθανώς, ἐνδέχεται κ. τ. τ., ὡς ἐκ τῶν περισσοτέρων ἐκ του Ομήρου παραδειγμάτων γίνεται δῆλον.

1) Εἶμαι έτοιμος, εἰς ἀκμήν, θέλω (νὰ κάτ μω ἢ πάθω τίς, καὶ ὅταν θέλῃ τις νὰ φανερώσῃ ῥητὴν θέλησιν ἢ ἐλεύθερον τινὰ σκοπὸν), μελετῶ, ἔχω σκοπὸν ἢ κατὰ νοῦν στοχάζομαι, ὅτε πολλάκις συνάπτεται καὶ μετὰ τοῦ, τάχα. π.χ. »Καὶ δὴ μιν τάχ' ἔμελλε θοὰς ἐπὶ νῆας ̓Αχαιών δώσειν ᾧ θεράποντι καταξέμεν (Ιλ. Ζ, 52), ἦτο τότε εἰς ἀκμὴν να τὸν ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν ὑπηρέτην του διὰ νὰ τὸν ὑπάγῃ εἰς τὰ πλοῖα τῶν Ἑλλήνων. »Έμελλε στρέψεσθαι ἐκ χώρης Ιλ. Ζ, 515.), ἦτον εἰς ἀκμὴν ν' ἀναχωρήση ἀπ' ἐκείνου τοῦ μέρους.« »Έμελλε διεΕίμεναι πεδίον δε (Ιλ. Ζ, 393.), ἦτον εἰς ἀκμὴν να τρέξῃ ἔξω εἰς τὸν κάμπον. »Θήσειν ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναιοῖσι (Ιλ. Β, 39.), ἐμελέτα νὰ προσεπιφορτίσῃ τοὺς Τρ. καὶ Δαν, με συμφορ ρὰν καὶ θλίψεις, αναστεναγμούς. » Οὐκ ἄρ ̓ ἐ μελλες λήξειν απατάων (Οδ. Ν, 293.), σύ δὲν ἤθελες λοιπὸν νὰ παύσῃς ἀπὸ τὰς ἀπάτας »Μέλλεις γὰρ ἀφαιρήσεσθαι ἄεθλον (Ιλ. Ψ 544.), ἐπειδὴ μελετᾶς νὰ μοὶ ἁρπάσῃς τὸ βραβεῖόν μου. » Οδ ̓ ἄρ ̓ ἔμελλον πείσειν (Ιλ. Χ, 356.), οὔτε ἐστοχαζόμην, ἐπίστευον, ὅτι ἤθελον νὰ τὸν καταπείσω· ὡσαύτως καὶ κατὰ τα ακόλουθα χωρία μετά τοῦ μέλλοντος τῆς απαρέμφ. Ιλ. Η, 336. 365. Λ, 22. 181. Μ, 3. 601. 05. A, 514. Z, 135. I, 378. K, 275. Λ, 596. P, 412. Ψ, 393. Χ, 9. "Τμ. Ομ. Απ. 101. Ἡροτ. Ζ, 4, 80. 5, 75. 7, 157, 8, 40. μετὰ τοῦ ἐνεστ. τῆς ἀπαρεμ., Οδ. Π, 112. Τ, 94. Ἡρθ. 6, 108. καὶ μετὰ τοῦ απαρμφ. αορ., Ιλ. Ψ, 773. Ήτ. Ατπ. 126. Θεογν. 152. 1074. 2) πρέπει να ... εἶναι ειμαρμένον, διωρισμένον ἐπὶ πράγματος, τὸ ὁπ ποῖον, κατὰ τὸ θέλημα τῶν θεῶν ἢ τῆς εἶμαρμένης, πρέπει αφεύκτως να γένῃ, ἢ βεβαίως ἐπίκει ται, π. χ. » Αρ' οὐ τελέεσθαι ἔμελλε (Ιλ.36, Οδο Β, 156.), τὰ ὁποῖα ἔμελλον, ἔπρεπε (κατὰ τὸ θεῖον θέλημα) νὰ μὴ ἐκτελεσθώσι· »Οὐ πείσεσθαι ἔμελλε Ιλ. Ιλ. Ψ, 466.«'Ο3. Γ, 146) πρεπε (κατὰ τὸ θέλημα τῆς εἰμαρμένης) νὰ μὴ τὰ κατορθώσῃ διὰ πειθούς· Τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν (Ιλ. Β, 694.), ἔμελλεν, ἦταν αὐτῷ διωρισμένον ὑπὸ τῆς μοίρας να ξυπνήσῃ πάλιν ευθύς (ὁ ̓Αχιλλεὺς ἀπὸ τὴν ἀργίαν του). Εμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι οϊςυῖ πολλῇ Οδ. Η, 270.),“ μοὶ ἦτο διωρισμένον να παλαίσω ἀκόμη μὲ πολλὴν συμφοράν· ὡσαύτως καὶ και τὰ τὰ ἀκόλουθα χωρία μετὰ τοῦ μέλλοντος τῆς απαρέμφ. Ιλ. Β, 724. Ε, 265. 686. Λ, 817. Μ, 34. 113. Π, 460. Ρ, 278. Τ, 98. Φ, 47. Ω, 85. καὶ ̓Οδσ. Δ, 107. Ζ, 165. Θ, 510. I, 230. K, 26. N, 384. P, 364. P, 98. 418. Ψ, 221. Ω, 28. 470. καὶ "Τμν. Όμ, Απ. 521. Ερμ. 15. Δημ. 454. μετὰ δὲ τοῦ ἐνεστ. τῆς ἀπαρμφ. ἐν Ἰλ. P, 497. ύμν, Ομ. 'Απ. 379. καὶ μετὰ τοῦ ἀπαρμφ. αορ. ἐν Ιλ. Π, 46. Σ, 98. σπανιώτατα δὲ ἐν χρήσει ἐπὶ πράγματος, γινομένου κατὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἐν Ιλ. Δ, 700. »Περί τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι ἔμελλον, ἤτοι ἔπρεπεν αὐτοὶ (και τὰ τὸ θέλημα τῶν Ἠλειῶν) νὰ ἀγωνισθῶσι περὶ τρίποδος· ὅθεν παρὰ τοῖς 'Αττκ. »Ὁ μέλη λων χρόνος, ὁ καιρὸς, ὅστις ἔσται βεβαίως, ἐπικείμενος, τὸ μέλλον· καὶ, »Τὰ μέλλοντα κ τὰ ἐπικείμενα, μέλλοντα νὰ ἔλθωσι πράγματα, ἢ τὰ ὁποῖα προσμένει τις ἢ ἐλπίζει να γένω

σι.

3) πρέπει αναγκαίως, ὀφείλω, ὅταν ἐξ ἑνὸς ὁμολογουμένου πράγματος πρέπει νὰ ἐπιφέρη τις καὶ συμπεράνῃ τί, καὶ νὰ παραστήση

.

"

τὸ συναγόμενον ὡς ἀναντίῤῥητον καὶ ἄφυκτον, ἅτε συχνάκις περιορίζεσαι αὕτη ἡ σημασία πάλιν διὰ τοῦ αβέβαον ποιοῦντος τὸ πρᾶγμα μου ρίου, που, π. χ. »Μέλλω που ἀπέχθεσθαι Δι πατρί (Ιλ. Φ, 83.), πρέπει βέβαια, καθώς συμπεραίνω ἐκ τῶν τυχῶν μου, να μισοῦμαι, νὰ ὑπέπεσα εἰς τὴν ὀργὴν (disgrace) τοῦ Διός. Ούτω που Διῒ μελλει φίλον είναι (Ιλ. Β, 216. 1. 23. Ν, 226.) πρέπει βέβαια, ὡς συμπεραίνω ἐκ τῆς ἐκβάσεως, νά εἶναι οὕτως ἀρεστὸν εἰς τὸν Δία. »Τὰ μέν που μέλλεν αγάσα σασθαι θεὸς αὐτὸς (Οδ. Δ, 181.), βέβαια ταῦτα ἔπρεπε καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸς νὰ ἐθεώρησεν ὡς παρά μεγάλα κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων (Οδ. Δ, 274.) θεός τις πρέπει νὰ σοὶ τὸ ἐπρόσταξε, παρήγγειλε· »Μέλλω άνανάτους ἀλιτέσθαι (Οδσ. Δ, 377.), πρέπει βέβαια νὰ ἐπείραξα τοὺς θεοὺς, νὰ ἡμάρτησα κατ' αὐτῶν· καὶ ἐντελῶς »Εἰδ' οὕτω τοῦτ' ἐστὶν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι (Ιλ. Α, 564.), ἐὰν οὕτως εἶναι, πρέπει, ἀναγκαίως ἕπεται νὰ μοὶ εἶναι οὕτως ἀρεστόν. 4) πολλάκις παρίστησι τὸ, μέλλω, πιθανότητα τινα ἢ ἐνδεχόμενον, δυνα τὸν τι γενέσθαι, καὶ τότε ἐκφραζόμεθα συνήθως μὲ τὸ, θὰ καὶ τὸ ῥῆμα, ἢ μὲ τὸ ἡμπορῶ καὶ ἐπαρέμφ., ἡ καὶ μὲ ἐπίῤῥμ. βέβαια, ίσως, πιο θανῶς, καὶ ἡ διὰ τῆς ἀπαρμφ. παριστανομένη πρᾶξις ἀντιτάττεται, καθὸ ψιλή προϋπόθεσις, εἰς τὴν βεβαιότητα ή πραγματιώδη υπαρξιν, π.χ. »Τάδε μέλλετ' ἀκουέμεν (Οδ. Δ, 94. Ιλ. Ξ, 125.), ταῦτα ἠμπορεῖτε νὰ τὰ ἠκούσατε, ἡ θὰ τὰ ἠκούσατε, ἤ, πιθανῶς, ὅπως τὰ ἠκούσατε. »Μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι ('03, Δ, 200.), βέβαια θὰ τὸ ἠξεύρεις, πιθανῶς τὸ ἠξεύρεις· »Πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι (Οδ. Χ, 322.). βέβαια πολλάκις θὰ παρεκάλεσες, ἀναμφιβόλως εὐχήθης. » Οθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν (Ιλ. Η, 326.), ἔνθα βέβαια θὰ συμβουλεύονται, φαίνονται συμβουλευόμενοι οἱ ἡγε μόνες περὶ τοῦ νὰ φύγωσιν ἡ πολεμήσωσιν « να μέλλεις εὔχεσθαι (ίλ, Λ, 364. Ψ, 451.), « τὸν ὁποῖον σὺ θὰ παρακαλεῖς, πιθανώς παρακαλεῖς, φαίνεσαι (ἔοικας), ὅτι παρακαλεῖς, εύχεται. »Ολβον δὲ πεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν Οδ. Σ. 19.), εὐτυχίαν δίδουσι βέβαια, ἢ θέλουσι δώσει βέ βαια οἱ θεο. »Εἰ αἰεὶ δὴ μέλοιμεν αγήρω τ' ἀθανάτω τε ἔσσεσθαι (Ιλ. Μ, 323.), ἐὰν ή μεῖς ἐδυνάμεθα να ἤμεθα πάντοτε ἀθάνατοι καὶ χωρὶς νὰ γηράζωμεν· »Μέλλει μὲν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ολέσσαι (Ιλ. Ω, 46.), ἐνδέ χεται μὲν καὶ νὰ ἔχασε τις ἄλλον αγαπη τό τερον, πλησιέστερον συγγενῆ· »Ἄλλοτε δήποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολεμοιο μέλλω (Ιλ, Ν, 777.), ἐν δέχεται ἄλλοτε νὰ ἀπέφυγον περισσότερον τὴν μάχην, ὅμως κατὰ τὸ παρὸν βέβαια ὄχι. »Μέλλουσι κύνες ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι (Οδσ· Ξ, 133.),« ἐνδέχεται νὰ ἐξέσχισαν τὰ σκυλία τὸ πετζὶ ἀπὸ τὰ κόκκαλα · “ »Καὶ μὲν δὴ πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, πως δὴ ἔγωγ ̓ οὐκ ὄφελον Τρώεστι κακὰ ῥάψαι ; (Ιλ. Σ, 362.), καὶ ἐνδέχεται καὶ ἄνθρωπός τις να ἐβοήθησε τινὰ φιλικῶς, καὶ πῶς ἐγώ (ή Ηρα) νὰ μὴ παρασκευάσω εἰς τοὺς Τρώας κακὰ καὶ δυστυχίαν ; κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον πρέπει νὰ ἐννοήσῃ τις καὶ τὰ ἀκόλουθα δύο χωρία, ἐν Οδ. Α, 232. »Μέλλεν ποτὲ οἶκος ἀφνειὸς ἔμμεναι ἐνδέχεται νὰ ἦτο ποτε (κατὰ τὸ θέλημα τῶν θεῶν ἢ τῆς εἰμαρμένης) ἡ οἰκία πλουσία· καὶ, ἐν Οσσ. Σ, 138. »Καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι, ἐνδέχεται ποτέ νὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν εὐτυχής· τὰ ὁποῖα ταῦτα δύο χωρία εἶναι διὰ τοῦτο ἀξιοσημείωτα, διότι τούτων τό, μέλλω, συντάσσεται μὲ ἐντελῶς πως παραχήμενον· πλὴν τοῦτο τὸ παραχήμενον κεῖται τόσον μακρὰν, ὥστε φαί

-

αλ

ἐκέλευσεν

Μελογράφος, ο, ή (μύλος, γράφω). Ο μέσ λη, ὕμνους γράφων, ποιητής μελῶν. Μελοθεσία, ή, (θέσις) Η σύνθεσις μελών, ἀτμάτων, μελωδιών, ἢ ἑνὸς μέλους (χαβα). Μελοκοπέω, ω (μελοκόπος). Τα μέλη απο κόπτω, ἡ κατακόπτω· ὅθεν Μελοκόπησις, ή, Προκλ. παράφ. Πτολεμ. 280. καὶ

Μελοκοπία, ἡ· ἡ τῶν μελῶν κατάκοψις, απόκοψες.

Μελοκόπος, ὁ, ἡ (μέλος, κόπτω). Ο στις και τακόπτει, ἡ ἀποκόπτει τα μέλη. * Μέλομαι, ὅρα μέλλω, 3. Μελοποιέω, ω (μελοποιός). Μέλης, ὕμνον, ὠδὴν ἢ μελωδίαν ποιῶ· μελωδικὸν καὶ ἁρμονι κόν ποιῶ, Λογγῖν· χή. 2. βάλλω εἰς μουσικήν. Παρ' Αθην. εύρηται μετοχικός παθ. παρακ. με διπλοῦν αναδιπλ. μεμελοποποιημένος, ὡς τό, ὠνοματοπεποίηται· ὅθεν

Μελοποιητής, ου, ο. Ταὐτὸν τῷ, Μελοποι ός, Ανθολ.

Μελοποιία ή. Τὸ ποιεῖν μέλη, ᾠδάς, ἢ μελῳδίας, τὸ βάλλειν εἰς μουσικήν, ἀπεναντίας τοῦ, παιδεία, τὸ ὁποῖον σημαίνει ψιλήν γύμνα σιν, Πλατ. Συμπ. σ. 187. Δ. Μελοποιός, ό, ή (μέλος, ποιέω). Ο μέλη ή μελωδίας ποιῶν, συνθέτων, ποιητής τοιούτων καὶ = λυρικός.

νεται αμφίβολον ἂν ὑπῆρχε ποτέ τῳόντι, ὥστε ἄρα καὶ ἐνταῦθα τὸ μέλλω σημαίνει τὸ, ἐνδέ χέτο νὰ ἦτο ποτέ οὕτω · ὡς τόσον, ταῦτα τὰ δύο χωρία δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι καὶ κατὰ τὴν β'. σημασίαν, ήγουν, ἔμελλε ποτέ (ἦτο διωρισμένον) αὕτη ἡ οἰκία νὰ ἦναι (κατὰ τὸ θέλημα τῆς εἰμαρμένης) πλουσία, ἐν ὅσῳ ο Ολντσεὺς ὑπῆρχεν αὐτοῦ· ἐγὼ ἔμελλον ποτὲ νὰ ἦς μαι μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν εὐτυχής. 5) πάντοσε μόνον θέλω, χωρὶς τῳόντι νὰ κάμνω ἢ πράττω, ἀφίνω τι ως επικείμενον ἢ μέλλον, δηλ. αργοπορῶ, ἀναβάλλω, βραδύνω, ὀκνῶ, συλλογίζομαι, δειλιῶ, φοβοῦμαι να πράξω τι, καὶ διὰ τοῦτο ὅλο συλλογίζομαι, μόνον παρὰ τοῖς Άττη, ο τινες ἔχουσι καὶ μέτον, μέλλομαι ὅλως ἐπὶ τῆς σημασίας του μέλλω• συντάσσεται δὲ συνή9ως ἐπὶ ταύτῃ τῇ σημασία το, μέλλω, μετὰ τοῦ ἐνεστ. τῆς ἀπαρμφ. πλὴν εὔρηνται καὶ παρ ραδείγματα τινά τοῦ αορ. καὶ μέλλ. τῆς απαρμφ., τὰ ὁποῖα ὁ Ελμπλ. ἐν Εὐρη. Μης. 1209. βέβαια προπετώς πως μεταβάλλει εἰς τὸν ἄνεστ. τῆς ἀπαρεμφ. » Ο δ' οὐκ ἐμέλλησεν ἀλλὰ ταχὺ εἶπεν, Ξενοφ. Κυρουπ. Δ'. γ'. 15., δὲν ἐσυλλογίσθῃ πολὺν καιρὸν, δὲν ἄργητον, αλλάν --- Οὔχουν δεῖ μέλλειν, αὐτὸς. Ζ'. ἐ. 76., ἆρα, δεν πρέπει τινὰς νὰ ἀναβάλλῃ τὸν καιρὸν, δεν πρέπει να αργοπορῇ· ὁ αὐτ. Ελλην. Δ'. ά. 17. »Οδ ̓ οὐκ ἐμέλλησεν, λὰ προστησάμενος τὰ ἄρματα,, ἐλαύνειν, δὲν αργοπόρησε, δὲν ἔχασε και ρόν. »Ὡς μὴ μέλλοιτο, ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα,“ ̓Αναβάτ. Γ'. ά, 41. ὡς καὶ τὸ »Τμῶν τὰ ἰσχυρότατα ελπιζόμενα μέλλεται α Θουκυδ. ε. 111., ἡ ἐδικήσας μεγάλη καὶ δυνατή βοήθεια συνίσταται ακόμη εἰς τὴν ἐλπίδα, καὶ τὴν προσμένετε ἀκόμη νά ἔλθῃ. 6) πολλάκις παραλείπεται καὶ ἐννοεῖται ἡ εἰς τὸ μέλο λω ἀνήκουσα απαρέμφατος, ὅταν τὸ ἴδιον ῥῆμα προϋπήρχεν αὐτοῦ ἢ εὐθὺς ἔπειτα ἐπιφέρεται· π. χ. »Τὰς μὲν ἀπόρθουν, τὰ δὲ ἔμελλον, τὰ δὲ ἠπείλουν τῶν πόλεων,« ἔνθα μετὰ τὸ, ἔμελλον προσυπακ. τὸ πορθεῖν· Πλατ. Θεω αἰτ. »Οὔτ ̓ αὐτὸς δύναμαι πεῖσαι ἐμαυτὸν ὡς ἱκανῶς τι λέγω, οὔτ ̓ ἄλλου, ἀκοῦσαι λέγοντος οὕτως, ὡς σὺ διακελεύῃ, οὐ μὲν δὴ αὖ οὐδ ̓ ἀπαλλαγῆναι τοῦ μέλλειν, ἔνθα συνυπακ, τὸ, λέγειν οὕτως· »Τὸν δ' υἱὸν, ἔφη, ἑώρακας αὐτ τοῦ ὡς καλὸς ἐστί;ω ἀλλὰ τὸν υἱόν του τὸν εἶδες πόσον εὔμορφος εἶναι; ἐφ ̓ ᾧ ἔπεται ἡ ἀπόκρισις, »Τί δ' οὐ μέλλω; (δηλ. ἑωρακέναι αὐτὸν) καὶ πῶς νὰ μὴ τὸν ἴδω; καὶ, »Τὶ οὐ μέλλει; Ξενοφ. Ελλην. Δ'. α. 6. καὶ, » Πώς γὰρ οὐ μέλλει ;« Πλάτ. Φαίδων σ. 78. Β. 0μοίως, φαίνεται τὸ μέλλω συντασόμενον ἐσθ' ὅτε αἰτιατ., ως παρά Θουκ. »Ό, τι δὲ μέλλετε, εὐθὺς καὶ μὴ ἐς ἀναβολάς πράττετε, πᾶν ὅ, τι θέλετε, έχετε εἰς τὸν νοῦνσας (νὰ κάμετε), κάμετά το παρευθύς, καὶ μὴ τὸ ἀναβάλλετε ένα ταῦθα ὅμως ἡ αἰτ, δ, κρέμαται ἀπὸ τῆς ἐκ τοῦ πράττετε ὑπακουομένης απαρέμφ. πράττειν· ὡς τόσον πλέον αισθητὴ ἐστιν ἡ παράλειψις τῆς * ἰδίας ταύτης απαρέμφ. παρ' Εύρη, Ιφι. Αύλ. Ευρπ. 1124. και Ορ. 1180, Pors. πρβ. ἐθέλω. 7) παρ' Ἰωτήπ. προοίμ. εἰς τὴν ἀρχ. 2. »Μέλλει γαρ περιέξειν, ὡς βοηθητικὸν ῥῆμα· ὡς καὶ τὸ, θέλει· 8) παρὰ τοῖς Γραμμτα, ὁ μέλλων (με τὰ τοῦ χρόνος, ἢ καὶ ἀνευτοῦ χρόνος), σημαίνει, ο μέλλων χρόνος τῶν ῥημάτων, Λατ. futurum.

* Μελλώ, οὓς ή, ποιητ. ἀντὶ, μέλλησις, Αἰσχ. Μελογραφέω (μελογράφος). Μέλη, ὕμνους, τὰς γράφω, ὅθεν

Μελογραφία, ἡ. Τὸ μέλη, ᾠδας γράφειν, Ανάλεκτ. γ'. 371.

[ocr errors]

Μέλος, εος, ους, τό. Εν μέρος ἢ μόριον τοῦ σώματος ἀνθρώπου ή ζώου, τὸ ὁποῖον δια της νος αρμοῦ συνδέεται μέτ' ἄλλου τινὸς μέρους, οἷον αἱ χεῖρες, οἱ πόλες, κ. τ. λ. Ιλ. Α, 668. καὶ ἀλλαχοῦ πολλάκις, ὡς καὶ παρ ̓ Ἡσιόδῳ. παρ' οἷς ὅμως ἐπὶ ταύτης τῆς σημα, συνήθ. ἐν χρήσει τὸ πληθ. »Κατὰ μόλες, ἀπὸ μέλος μέλος, μεληδόν, Ηροδτ. 1, 119, ὡς τό, καταμελείττί β) παρὰ νεωτ. πᾶν μέρος από τινος συστήματος, εταιρείας, κ. τ. τ. 2) ὕμνος, δὴ (τραγούδιον). Εκλήθη δὲ οὕτω παρὰ τὸ μεσ λίζεσθαι καὶ διαιρείσθαι τοὺς τόνους αὐτοῦ εἰς στροφάς, εἰς στίχους, πόδας, συλλαβάς,κ. τ. τ. ὡς ἐν ὀργανικὸν ὅλον, τὸ συγκείμενον ἐκ μερών. Τὰ διάφορα είδη τούτου όρα παρά Φοντίῳ Βιβλ. Κώδ. σλα. ἐν ἄρθρ. Πρόκλου χρηστομαθείας ἐκλογαί· συχνάκις τα Μέλη, σημαίνει εξαιρτ. τοὺς με νους, τὰς αὐτὰς τοῦ χοροῦ ἐν τῇ Τραγῳδίᾳ καὶ κωμωδία, Herm, el metr. p. 780. κτ. β) τὸ εἶδος τοῦ ψάλλειν τὸ μέλος, ἡ μελωδία, ψαλμωδία, cadence Αὕτη ἡ νεωτέρα μὲν, ἀλλ' ἐν τῷ 'Αττκ, πεζῷ λόγῳ ἐπικρατοῦσα σηματία εὕρηται κατὰ πρῶτον ἐν Τμν. Ὁμ. 18, 16. εἶτα δὲ παρὰ Θεογν. 759. πολλάκις δὲ καὶ παρ' Ησ. καὶ Πινδ. »Εν μέλει φθέγγεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. σ. 227, Δ. ὅθεν μέλπω. »Παρὰ μέλος,« ἐκμελῶς, ἔξω τοῦ δέοντος· (ούχι παρὰ τὸ, μέλω, μάλλον δὲ παρὰ τὸ, μέλι, μελίσσω, μειλίσσω, αλλά καὶ τοῦτο πόλλ' αμφίβολον, ἐπειδὴ τὸ, μέλος ἐπὶ τῆς σημασίας, ὠδὴ δὲν δύναται νὰ ἐκληφθῇ ὡς πρώτη σημασία.) (Μελός) ὅρα μελέ. Μελοτυπέω, ὦ (μέλος, τύπτω). Κτυπῶ μέλος, ἤτοι ψάλλω κατὰ τὸ ρυθμόν,, Αἰσχύλ. ̓Αγαμ, 1164.

ω

Μελουρίς, ίδος, ή, = μολουρές, ἐξ Ετυμολ. ἀμφο

Μέλπηθρον, τό (μέλπω). Κυρίως μέλος καὶ χορός, σκίρτημα μὲ τραγούδι· καθόλου, εύφρο σύνη διατριβή, παίγνιον. Ἐν Ιλ. αεί, »ΜέλπηΩρα κυνῶνα (Ν, 233), ή, μέλπηθρα κυσίν (Ιλ. Ρ, 255. Σ, 179), ἐπὶ μὴ θαμμένων λειψάνων, ὡς ἔλωρ, παίγνιον τῶν σκύλων, λείψανον, το δε ποῖον καταξεσχίζουσιν οι σκύλοι· σπαράγματα ἐλκύσματα, τὰ ἐκ τοῦ λειψάνου κομμάτια, τα

*

*

ὁποῖα σύροντες οἱ σκύλοι, παίζουσι μετ' αὐτῶν.
Ζήτ. Μολπή.

Μελπήτωρ, ορος, ο (μέλπω), ποιητ. Ψάλτης.
Μελπομένη, ή. Ονομα τῶν ἐννέα Μουσῶν,
Ησ. Θ. 77. παρὰ τοῖς ὕστερον ἐξαιρτ. ως προς
στάτις τῆς τραγωδίας θεωρουμένη· κυρίως, ἡ
ψάλλουσα· εἰκ τοῦ

Μέλπω, (μέλος). Ψάλλω τί, ἑορτάζω ψάλλων και χορεύων, π. χ., Εκάεργον, Ιλ. Α, 474. ἔτι δὲ, ὡς καὶ τὸ μέσον, ἀμεταβ., Ησ. Λειψ. 34. 'Αποθ. Μέσον, μέλπομαι, Μ. ψομαι. ψιλο λώ, Ο3. Δ, 17. Ν, 27. "Τμν. Όμ. φορμίζων, κιθαρίζων ψάλλω παίζων τὴν φόρμιγγα, τὴν κι θάραν· ἔτι δέ, ψάλλω καὶ χορεύω, χορεύω χου ρὸν κύκλω, Ιλ. Π, 182. "Τμν. Ομ. 18, 21, »Μέλπεσθαι Αρηϊ Ιλ. Η, 241),« εἰς τιμὴν του Αρεως. ἤτοι πεζῶς μάχεσθαι, ἀλληγορ. καὶ ποιητ. ἐκλαμβανομένου τούτου ὡς χοροῦ ὅπλων. ὁ Σχολ. σημειοῖ· Μέλπεσθαι, κυρίως μὲν παίζειν, ἢ τέρπεσθαι· νῦν δὲ οἷον κινεῖσθαι εὐχε ρῶς κατὰ τὴν μάχην· ἀλλ ̓ ἐνταῦθα σημαίνει παιδιὰν τινὰ παίζειν ἥτις ἦν ἀφιερωμένη εἰς τὸν Αρην, εἰς ἣν ἐμάχοντο ἀνὴρ πρὸς ἄνδρα, παιδιᾶς χάριν καὶ χαρᾶς· συντάσσεται δὲ καὶ αἰτ., καθὼς καὶ τὸ ἐνεργ., Ησ Θ. 66. Πίνδ. Πυθ. 3, 139. Παρὰ τοῖς μεταγνστ. καθόλου, παίζω· ἀπτείζομαι· τέρπομαι, εὐφραίνομαι · Περὰ δὲ τοῖς Ἐκκλησ. ταὐτὸν τῷ, ὑμνῶ, ἀνυμνῶ, ψάλλω.

Μελωδός, ο, (ᾠδή). Ταὐτὸν τῷ, μέλπων, ψάλλων ᾠδες, ὑμνῶν, ἄδων, ὕμνωδος, Ησύχ. Μελύδριον, τὸ ὑποκορ. του, μέλος. Ωδάριον, Μόσχο και ̓Αρττφ. Εκκλ. 883. (ὡς τὸ, ἐλεύ· δριον, λογύδριον κτ.)

Μέλω, Μ. μελήσω. Εἶμαι ἀντικείμενον τῆς φροντίδος, ἀσχολίας, περιεργείας, ἡ ἐπιμε λείας τινὸς, ἐν ἐπιμελείᾳ εἰμί τινος νεὶς τὸ στόμα τινὸς εἰμὶ, ἱντερεσάρεται τις περὶ ἐμοῦ· π. χ· »Πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώς και ποιτι μέλω 'Οδ. Ι, 20.), διὰ τοὺς παντοίους δόλους καὶ πανουργίας εἶμαι ἀντικείμενον τῆς φροντίδος, τοῦ φόβου, ἢ (ἐπὶ καλοῦ) ἀντικεί μενον τῆς συμπαθείας καὶ περιεργείας, ἐπὶ τοῦ Οδυσσέως, ὅστις ἦτον εἰς τὰ στόματα όλων τῶν ἀνθρώπων, γνωστὸς εἰς ὅλους β) φροντίζω εἶμαι εἰς φροντίδα, Εύρπ. 2) συνήθεν χρήσει τὸ μέλω ὡς ἀπρόσωπον ἐπὶ τρίτου προσώπου, μέλει, μέλουσι, παρατ. ἔμελε, μελ μελήσει ἀπαρμφτ. ἐνεστ. καὶ μέλλ. μέλλειν καὶ μελήσειν, κ. τ. λ. « καὶ τότε σημαίνει καθώς καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ, μοι μέλει, φροντίζω, ἔχω ἔγνοιαν, ἡ καθώς παρὰ τοῖς Ιταλοῖς καὶ ἄλλοις, μὲ ἱντερεσσάρει τι, ἤγουν μοὶ εἶναι πραγματι τὸ ἀντικείμενον τῆς φροντίδος ἐπιμελείας τοῦ φόβου, τῆς συμπαθείας, ἢ τῆς ασχολίας, περίεργείας, κ. τ. τ. καὶ ἐνταῦθα τὸ μὲν ἀντικεί μενον τῆς φροντίδος διὰ τὸ ὁποῖον ἐντερεστέρεται τις τάσσεται κατ ̓ ὄνομαστ. τὸ δὲ πρόσωπον, ὅστις ἐντερεσσάρεται, κατὰ δοτικήν· ἀντὶ τῆς ὀνοματτ, όμως δύναται νά τευῇ, καθώς ἐν Ὀδ. Π, 465, καὶ ἡ ἀπαρέμφατος, ἡ ὁποία ἐσθ' ὅτε ἀναλύεται διὰ τοῦ, ὅτι, ὡς παρ' Ηρότ. 9, 72. » Οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνήσκει· Οι 'Αττι, δὲ λέγουσι καὶ, »Μέλει μοι τοῦδε (δοτα. προσ. καὶ γενκ. πράγμ.), Valk. Φοιν. 764. 1991. Θωμ. Μ. σ. 6ο6. ἐξαιρτ. ἐν τῷ, πεζῷ λόγῳ παρὰ δὲ Ἡροδ. 6, 101. 8, 19. εύρηται επί »Μέλει μοι περί τινος « Ο Ομ. συντάσσει την γενα, μόνον μετὰ τοῦ, ἀμελέω. Τὸ ἀπρόσωπον εἶναι πολλάκις ἐν χρήσει καὶ παρ' Όμ, αὐτῶ π. χ. » Μήτοι ταῦτα μελόντων (Ιλ. Σ, 463.), ᾶς μὴ σοὶ μέλῃ τοῦτο, μὴ φροντίζης διὰ αὐτά. Ιλιάδ. Η, 282. και 51. »Όσα φημί μελητές μεν Αργείτι, ἐφ ̓ οἷς οἱ 'Αργείοι πολύν καιρὸν

θέλουσε συλλογίζονται. ηλ. Ω, 152. »Μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί, μηδέ τι τάρβος· ὡς καὶ τὸ ἐνΚ, 383. Ιλιάδ. Ω, 683. »Οὐ νύ τι σοί γε μέλει κακόνια, δὲν σοὶ μέλει. »Τον ξεῖνον δὲ ἐῶμεν ἐνὶ μεγάροις Οδυσήος Τηλεμάχω μελέμενα, (Οδ. Τ, 421.), ὡς τὸν αφήσωμεν να φροντίσῃ δὲ αὐτ τόν. »Εκτωρ μελέτω σοι (Ιλ. Ο, 231.), έστω σος ὁ Έκτωρ ἀντικείμενον τῆς φροντίδος, τῆς ὑπερασπίσεως, ας μέλῃ εἰς ἐσὲ διὰ τὸν Έκτορα. πρβ. Ιλ. Υ, 21. καὶ ἐπὶ παντὸς ὑπουργήματος, διὰ τὸ ὁποῖον ἔχει τις μεγάλην ἐπιμέλειαν, μετέρχεται αὐτὸ ἐπιμελῶς. π. χ. »Μέλει μοι πόλεμος, θαλάσσια έργα, κ.τ.τ.α, Ιλ. Ζ, 492. Η, 92. '07. Ε, 67. καὶ ἀλλα χου, πρβ. Ησ' Θ. 216. ὅθεν, »Τὸ μέλονα, τὸ ἀντικείμενον τῆς φροντίδος τινός, διὰ τὸ δὲ ποῖον μέλει τινί, ἡ ὑπουργία, υπηρεσία, Σοφ. 0. K. 653. Παρὰ τοῖς Ποιηταῖς ἐν χρήσει κυρίως ἐπὶ ταύτῃ τῇ σημασία (α) τὸ μέσον, μέλεται, μελήσεται ἀντὶ, μέλει, μελήσει, π. χ. » Εμοί δέ κε ταῦτα μελήσεται, Ιλ. Α, 523. καὶ τὸ γ. πρόσ. τῆς μέσο προς στακτικῆς, ὡς ἐν Ὀδ. Κ, 505. Μήτι τοι ήτ γεμόνος γε ποθή μελέσθων, ας μὴ σοὶ μέλη, μὴ ἔχῃς ἔγνοιαν διὰ ὁδηγόν. »Μέλεταί μοί τινος, Θεέαρ. 1, 53. ὡσαύτως καὶ κατὰ μετο. χήν, ὡς ἐν Σοφαλ. Τραχ. 947. »Τάδε δὲ μελόμεν' ἐπ' ἐλπίσινα, ἔνθα ο Ερμ. όρο δότερον ἔγραψεν αντί, μέλλομεν. β) ο παρακμ. μέμηλε μετά σημσ. ἐνεστ. ἀντὶ τοῦ ̓Αττκ. μετ μέληκε, καὶ ὁ ὑπερσυντ. ἀντὶ παρατ. μεμήλοι, ἐπειδὴ, ἐμεμήλοι, δὲν ἔλεγον, ὡς φαίνεται, TA. B, 25. 62. 614. 'Odг. A, 151. M, 116. καὶ ἀλλαχοῦ. Ἡ μετοχή, μεμηλώς, παρ' Όμ. ἀεὶ ἐνεργτα. μετὰ γενκ. »Πλούτοιο, πολέμοιο μεμηλος (Ιλ. Ε, 708. Ν, 297. 469.)«, ἐραστής, φίλος, ἔμφροντις πλούτου, πολέμου. Ἐπὶ τῆς ἰδίας ἐννοίας κεῖται παρὰ Πινδ. Ολ. 1, 145. μετά δοτκ. »'Αρεταῖσι μεμαλότας, Δωρε. ἀντὶ μεμηλότας. παρὰ δὲ Ἡσ. Ε. 233. ἄνευ πτωτικοῦ ὡς παθ. »Μεμηλότα ἔργα, τα έργα, υποστατικά, περὶ τῶν ὁποίων μέλει πολύ τῷ κτήτορι, τὰ ἐπιμελῶς καλλιεργηθέντα. Η ἐνεργ. σημασία τῆς μετοχῆς εὕρηται καὶ ὕμν. Όμ. Ερμ. 437. ἐν τῷ ἄλλως μὴ ἐν χρήσει ὄντι β ́. προσ. ένα., ηταῦτα μέμηλας, δηλ. σὺ ἐπενόησας, ἐφεύρηκας, ἐστοχάσθης ταῦτα ἐπιμελῶς ἡ φρονίμως. γ)' ο παθητ. παρχμ. και ὑπερσυντ. μέμβλεται, και, μέμβλητο (κατά συγκοπ. ἐπενθέσει τοῦ β' ἀντὶ τοῦ 8 καὶ συστολῇ τοῦ ἡ εἰς ε διὰ τὸ μέτρον), αντὶ μεμέληται, ἐμεμέλητο (οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐντελέστεροι τύποι οὗτοι εἰσὶν ἄχρηστοι) μετὰ σημασίας ἐνεστ. καὶ παρατ., π. χ. Ιλ. Τ, 343. »Η νύτοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Αχιλλεύς, αν τί, μέλει. Ιλ. Φ, 516. »Μέμβλετο γὰρ οἱ τείχος, ἀντὶ, ἔμελε. Οδ. Χ, 12. »Φόνος δὲ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο«. πρβ. Ησ. Θ. 61. (ούτε πρέπει νὰ ἱδεασθῇ τις, ὅτι ὑπῆρχεν ἐνε πως μέμβλομαι). 3) Μέση μέλομαι (μεταβτκ.), ἀντί, ἔχω ἐπιμέλειαν τινὸς πράγματος, φροντέ ζω τί, μεταχειρίζω τί, οἰκονομῶ μίαν υπόθεσιν, μετὰ αἰτ., Μεθομηρε, ἢ καὶ μετὰ τῆς ἀπαρμφ., ως παρ' Ανακρ. 51, 2' 58, 2. »Μέλομαι μέλο πειν, ἀείδεινα, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι να ψάλο λω. Τῷ ἐνεργ. μετά γενα., π.χ. »μέλειν βροτῶν, ἀπαραλλάκτως ὡς τῷ, ἐπιμελέσμαι, χρηται, ἀντὶ τοῦ μέσου, ὁ Αἰσχ. Αγ. 381. πρβ. Reisig enarr. Soph. OC. 1134. ἔτι δὲ ἐν τῷ Ενεστώ τι μετὰ γενικ. Αἰσχ. Θῆβ. 160. ὁ δὲ αορ. μεληθῆναι ἔστι ποτὲ μὲν ἐνεργτα, ὰ τὶ τοῦ, φρον τίζω, έχω φροντίδα, τινός, Σοφαλ. Α'. 1184. ποτέ δὲ παθ. ἀντὶ, φροντίζεσθαι, Επ. 'Αδ. 112, 3. Ἐν δὲ Ιλ. Ε, 490. »Σοὶ χρὴ τάδε μέλεινα, καὶ παρ' Αίσχ. Προμ. 3. »Σοί χρή μέλειν ἐπι

στολάς», ἡ αἴτιατ. ὑπάρχει ὀφθαλμοφανῶς συν- Μεμελετηκότως, Ἐπίρ. τοῦ παθ. παρακ. τακτικὴ τῆς ὑποτακτ., εξηρτημένη ἀπὸ τοῦ, τοῦ μελετάω μετα μελέτης, Ξενοφ. Ιππ. 7. χρή, οὐχὶ δὲ ἀπὸ τοῦ, μέλει. Ἐν δὲ Οδ. Σ, Μεμελημένως, Επίρ, του μετοχκ. παρακ. 421. (όρα ανωτέρω), κρέμαται ἡ αἰτ. απὸ τοῦ, τοῦ μελω. Φροντιστικῶς, ἐπιμελῶς, πεποιημένως. ἑῶμεν, ήγουν, ἂς ἀφήσωμεν τὸν ξένον ἐν τῇ Μεμερισμένως, Ἐπίρ. τοῦ παθ. παρακ. τοῦ οἰκίᾳ τοῦ Ὀδυσσέως να ήναι τῷ Τηλεμάχῳ ἐν μερίζω Με μεριστικόν τρόπον, μειρασμένα, και φροντίδι, ἢ περιποιήσει, δηλ. νὰ ἔχῃ τὴν ἔγω τὰ μέρη. νοιαν δι αὐτὸν ὁ Τηλ. Οἱ Ποιηταί χρῶνται τῷ Μέσῳ, ὡς καὶ τῷ ἐνεργ. δρ. σημ. 2. α.) απροσώπως. (τὸ μέλω, ἔστι συγγ. τῷ μέλλω όπερ ὅρα· τῷ, μήδομαι, καὶ, μέδομαι· ἡ δὲ συγγέ νεια μετὰ τοῦ μέλος, ἔστι πολλ ̓ ἀμφίβολος.) Μελῳδέω, ω (μελωδός). Μελωδός εἰμὶ, ψάλω λω. 2) μεταχειρίζομαι, χρειάζομαι ἐν τῷ ψάλ λειν. Παθ. εἶναι κατὰ τὴν μελῳδίαν ἐνχρήσει. »Τα μελωδούμενα διαστήματα πέντε, δίεσις καὶ ἡμιτόνιον, καὶ τόνος καὶ τριημιτόνιον καὶ δίτονον, Πλούταρχ. 7. σ. 602. ὅθεν Μελωδημα, τό. "Τμνος, ψαλμῳδία, ᾠδὴ, τραγούδιον.

Μελώδης, εος, ο, ἡ (μέλος, εἶδος). Εχων εἰ-
δες μέλους σώματος, ὅμοιος μελει πλήρης με
λῶν, γεμάτος ἀπὸ μέλη, μόρια, Γλωσσάρι
Μελωδητός, ή, όν. Ψαλτὸς, τὸν ὁποῖον ἔβα-
λον ἢ μετεχειρίσθησαν εἰς μελῳδίαν, τὸν ὁποῖον
ἔψαλον· τὸν ὁποῖον δύναται νὰ ψάλλῃ τινάς,
χρήσιμος εἰς μελωδίαν· ὅστις ψάλλεται. (ἐκ
του μελωνέω.)
Μελωδία, ή. Τὸ ψάλλειν, καὶ ὁ ψαλλόμενος
ὕμνος, ἡ ψαλμωδία. 2) ή κοι. μελῳδία.
Μελωδός, ο, ή (μέλος, ᾠδή). "Οστις Ψάλλει,
τραγῳδεῖ, ἢ ποιητὴς ἑνὸς μέλους· ἡ δίδων αυ-
τῷ μελωδίαν.

*

(Μέμαα) παρακμ. τοῦ ΜΑΩ, ὅπερ ὅρα· ἔθεν
τὸ πληθ. γ'. πρόσ. μεμάασι, Ομ. καὶ τὸ πληθ.
β ́. μέματε, Ἰλ. Η, 160.

* Μεμάθηκα, παρακ. τοῦ μανθάνω.
Μεμακυία, κατὰ συγκ. ἐπχ. θηλ. μετοχκ. παραμ.
τοῦ μηκάομαι, 'Ιλ. Δ, 435.

* Μέμα μεν, συγκ. ά. πληθ. τοῦ παρκ. μέμαα,
Ιλ. Ι, 641. Ο, 105. ὅρα ΜΑΩ, Α.

* Μεμαότες, πληθ. μετοχ. παρακ. τοῦ ΜΑΩ,
'IA. B, 818.

* Μεμάποιεν, Επικ. κατ ̓ ἀναδιπλ. εὐκτ. αόρ.
του, μάρπτω, Ησ 'Ασπ. 252. (α)

* Μέμαρπον, Επε. κατ ̓ ἀναδιπλ. αόρ. τοῦ μάρ-
Ησ. 'Ασπ. 245.

πτω,

* Μεμαρπώς, μετοχή. παρακ. τοῦ μάρπτω,

'HT. "E. 206.
Μεμαώς, Μεμανία, αντί, Μεμακώς, κ. τ. λ.
μετοχή, παρακ. του, Μάω, ἴδε τούτο. Όμ. καὶ Ησ.
Μέμβλεται, ἀντὶ μεμέληται, γ. πρόσ. του
παρακ. τοῦ μέλω μετὰ σημασ. ένεστ. καὶ, μέμ
βλετο, γ'. τοῦ πας. υπερσυντ. τοῦ μέλω, μετὰ
σηματ, παρατατ. ἀντὶ τοῦ, ἐμιμέλητο, Ομ.
καὶ Ἡσίοδ. ἴδε Μέλω, 2. γ. ̔Ο ἐνεστώς μέμα
βλομαι ἐστιν ἀνύπαρκτος.

Μέμβλωκα, Μεμβλωκώς, παρακ. τοῦ βλώ-
σκώ, Οδ. Ρ, 190. πρβ. μολεῖν.

* Μεμβράδιον, τό, υποκ. τοῦ μεμβράς. (α)
Μεμβραδοπώλης, ου, ὁ (μεμβράς, πωλέω).
Όστις πωλεῖ τὸν ἰχθὺν Μεμβράς, καλούμενον.
Μεμβράνα, ή. Δέρμα λεπτὸν, τὸ ὁποῖον περ
ρικαλύπτει τα μέλη, τὸν ἐγκέφαλον, καὶ τοὺς
καρπούς, καθόλου δὲ, δέρμα. 2) περγαμέντον,
ἤτοι Περγαμηνὸς χάρτης ἐκ δέρματος κατασκευ
σμένος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔγραφον οἱ παλαιοὶ
(διφθέρα), καὶ τὰ ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα βιβλία,
ἐκ τοῦ Λατιν. Membrana.
Μεμβράς, άδος, ή. Εἶδος μικροῦ καὶ ποταποῦ
ἰχθύος ἐκ τοῦ εἴδους τῶν σαρδέλλων· τὸ ἐν τῇ
συνηθεία, Χαψίον, λεγόμενον, Αριστ. Σφ. 493.
λέγεται. καὶ βεμβράς (α) ὅθεν

* Μεμβραφία, ή (αφύη). Εἶδος σαρδέλλας·
(-υυ-)

Μεμετιμένος, Ἰωνικ. παθητ. μετοχκ. παρκ.
τοῦ μεθίημι ἀντὶ. μεθειμένοι, Ηροδ.
Με μετρέαται, Ιωνικ, ἀντί, Μεμέτρηνται, ἐκ
τοῦ Μετρίω.

Μεμετρημένως, Ἐπίρ, τοῦ πας. μετοχή. πα-
ρακ. τοῦ μετρέω, κατά τινα μετρημένον τρόπον,
ή κατά τι διωρισμένον μέτρον, μετρημένα.
Μεμηκώς, μετοχκ. παρ. του μηκάομαι, Ιλ. Η,
362. ὁ παρακείμ. Μέμηκα, αφ' οὗ τὸ »Εμέσ
μηχανία, ἐβληχώντο, ἐβέλαζον, Οδ. Ι. 439.
ἐπὶ τῶν βληχώντων και μηκωμένων προβάτων.
καὶ μετὰ τοῦ βραχέος φωνήεντος τὸ, Μεμακυῖα,
ἐν Ιλ. Δ, 433. ὡς καὶ τὸ, Πεπαδοία.
Μέμηλε, ταυτὸν τῷ, μεμέληκε, ἐπκ, γ'. πρόσ.
τοῦ παρακ. τοῦ μέλῳ μετὰ σημε. ἐνεστ. Ενα
φροντίσιν εἶναι, ν, διὰ φροντίδος έχει, συντάσσε
ται ὡς τὸ, μέλει. »Τὰ δ ̓ ἐμῇ φρενί πάντα μέσ
μηλενα. Ο Όμηρο μετεχειρίσθη καὶ τὸν Ὑπερ-
συντ. »Εμεμηλεια, ἐπὶ ἐνεργητ. ἐννοίας αντί
παρατ. καὶ τὴν μετοχήν μεμηλώς, Ἡσίοδ. καὶ
Ομ. »Μέγα πλούτοιο μεμηλώς, Ιλ. Ε,709.
ἀντὶ τοῦ, ἐπιμελῶς φροντίζων. Ἀντὶ τοῦ, ἐφευ
ρίσκειν, κεῖται ἐν Τμν. β'. 436. »Πεντήκοντα
βοῶν ἀντάξια ταῦτα μέμηλας. ὅρ. Μέλι, 2. β.
Μεμηνιμένως, Ἐπίρ. τοῦ παθ. μετοχή. παρα
τοῦ μηνίω. Μετ' ὀργῆς, θυμωμένα, μανιασμέ
να, Πλατ. επιστ. 3. (1 ?)
Μεμηχανημένως, Επίρ. τοῦ μετοχκ. παρακ.
του μηχανάομαι. ̓Απατηλῶς, δολίως, Εύριπο
Ίων 809.

*

Μεμιασμένως, Ἐπίβ. τοῦ πας. μετοχ. παρακ. τοῦ μιαίνω. Μὲ μιασμένον τρόπον, συγχαμερῶς. Μεμιγμένως, Επίρρ. του πας μετοχ. παραμ. τοῦ μίγνυμι. Μικτῶς, ανακατωμένα. Μεμνέωτο, Ἰων. γ. πρόσ. τοῦ παθ. εὐκτο παρκμ. του μιμνήσκω, ἀντὶ τοῦ ̓Αττκ. μέμνοιτο, μεμνῷτο, Ιλ. Ψ, 361.

Μέμνημαι, παθ. παρκμ. του μιμνήσκω, Ομ.
καὶ Ἡσίοδ.

Μεμνήμην, Εύκτ. παθ. παρκμ. του μιμνήσκω,
Ιλ. Ω, 745.

πων,

Μέμνονες. Εἶδος μελανῶν τινων πτηνῶν ἐν τῇ
Ασία ευρισκομένων. (ἐκ τοῦ Μέμνω)
*Μεμνόνια, τα, ἴδε Μέμνων.
Μέμνων ονος (μένω). Εν Αθήναις ἐλέγετο ο
ὄνος, πιθανώς διὰ τὸ μακρόθυμον, ἐπίμονον,
ἢ καὶ ἐν ταὐτῷ ἰσχυρόγνωμον καὶ σοβαρὸν ἦ
πός του, ὅθεν, Μεμνόνια, τά. υπακουομ. κρέατα,
κρέατα ἐξ ὄνου ἤτοι ὄνεια· καὶ ἡ ἀγορά, εἰς
ἣν ἐπωλοῦντο. Ησύχ. Πολυδ. και Σχολ. Αρι
στοφ. Σφ. 195. 2) ὄνομα ἀνδρός· ἐν Ὀδ, ὁ
ὑπὸ ̓Αχιλλέως φονευθεὶς ἀρχηγὸς τῶν Αἰγιό-
υἱὸς τῆς Ἠοὺς καὶ τοῦ Τιθωνού, Ησ. Θ.
984. κυρ. ὁ σταθερός, μόνιμος, προσκαρτερής.
3) πτηνόν τι τῆς ̓Ανατολῆς, μαύρον, οὕτω παρ
ρονομασθὲν ἀπὸ τοῦ Μέμνονος· ἐλέγετο καὶ,
Μέμνονες, ή Μεμνονίδες, αἱ.
Μεμοιραμένως, Επί του παθ. μετοχή.
παρκμ. του μοιράω. Κατὰ μοῖραν, κλῆρον, ἢ
τύχην, Σχολ. Απολλων,
*Μέμονα, ποιητ. καὶ Ίων. παρέμ. μετὰ σημασί
ἐνεστῶτος, Θέλω ἔχω ὁρμὴν, κλίσιν, ὄρεξιν,
ἔφεσιν στερεάν, ὁρμοῦμαι εἰς τὸ να... μελι
τῶ, θέλω, ἔχω στερεὰν ἀποφασιν, αγωνίζομαι νά.....
αποφασίζω, πολλάκις παρ Ομ. έξαιρ. ἐν Ιλ.
συντάσσεται δὲ μετὰ τοῦ ἐνεστ. τῆς ἀπαρεμφε
ἢ καὶ μετὰ τοῦ μέλλ, καὶ ἀορ. αυτῆς, ὡς παρ
'Hpdr. 6, 84. B) dmodútws, we s'v 'IX. II, 435.

« ΠροηγούμενηΣυνέχεια »