Εικόνες σελίδας
PDF
Ηλεκτρ. έκδοση

captivi ad ipsius voluntatem, προσθέτει : Hæc nulla indigent interpretatione ; sunt enim manifesta (1), ἤγουν, Ταῦτα δὲν ἔχουν χρείαν οὐδεμιᾶς ἐξηγήσεως· διότι εἶναι φανερά. Ο δισταγμὸς ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον δύο διαφόρων αντωνυμιῶν ἀναφορὰν, καὶ ἀπὸ τὴν λέξιν, Θέλημα. Αἱ ἀντωνυμίαι δὲν εἶναι, νομίζω, πλὴν μετατοπισμέναι, διότι ἂν ἐτάσσοντο οὕτως, « Εξωγρημένοι ὑπ' » ἐκείνου εἰς τὸ αὐτοῦ [ ἢ καὶ Αὑτοῦ ] θέλημα » κἀνεῖς δὲν ἤθελε διςάσειν περὶ τοῦ νοήματος. Εάν, ὡς ἐσημειώθη πρότερον (2), τὸ ΘΕΛΗΜΑ σημαίνῃ ὡσεπιπολὺ τὴν ἀπόλυτον θέλησιν τοῦ ὑψίσου δεσπότου καὶ Θεοῦ, ἴδαμεν ὅμως ὅτι καὶ οἱ ἀκόλασοι καὶ οἱ τύραννοι τὰ θελήματά των κάμνουν, σφετε ριζόμενοι τὴν εἰς μόνον τὸν Θεὸν ἀνήκουσαν ἐξουσίαν. Οὗτος τὰ κάμνει, διότι εἶναι δίκαια, ἐκεῖνοι, διότι τὰ νομίζουν δίκαια.

ΚΕΦ. γ', 3.

1. ΕΝ ΕΣΧΑΤΑΙΣ ΗΜΕΡΑΙΣ: Σημαίνει τὸ αὐτὸ καὶ τὸ εἰς τὴν πρώτην ἐπιςολήν « Εν ὑσέροις καιροῖς » (3), ἤγουν ὄχι ὡρισμένον τέλος ἔσχατον χρονικοῦ διαςήματος, ἀλλ ̓ ἀορίςως μίαν ἀπὸ τὰς μεταξὺ σιγμάς, ἐγγύτερον ἡ μακρότερον τοῦ τέλους. ᾗ ἑξῆς ἱςορουμένη φθορὰ τῶν ἠθῶν, ὅτι ἔμελλε νὰ συμβῇ καὶ πρὶν ἀποθάνῃ ὁ Τιμόθεος, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ἑξῆς (10 και 14 εδάφ.), καὶ ἀποβλέπει μόνους τοὺς χρισιανούς, ἐπειδὴ οἱ ἐθνικοί, καὶ ἐξαιρέτως οἱ Ρωμαῖοι, ἦσαν κατ ̓ ἐκείνους τοὺς χρόνους τόσον φθαρμένοι, ὥςε δὲν εἶχαν πλέον πῶς νὰ φθαρθῶσι περισσότερον. ΚΑΙΡΟΙ ΧΑΛΕΠΟΙ. Δὲν ἔσω

(1) S. AMBROS. Commentar. in Epistol. II, ad Timoth. II, 26.(2) ὧδε ανωτέρ. σελ. 233-234. (3) Α', Προς Τιμόθ. δ', 1, σελ. 134.

σεν ἡ γλῶσσα παρὰ τὸ ῥῆμα Χαλῶ (abattre, ruiner)· ὅθεν ἐγεννήθη τὸ Χαλέπτω, καὶ τὸ Χαλεπός. Καιροί χαλεποὶ λοιπὸν, κατὰ τὴν σημασίαν ταύτην, εἶναι Καιροί χαλασμένοι, φθαρμένοι, ὁποῖοι ἀληθῶς καὶ ἦσαν οἱ χρόνοι τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Τιμοθέου, ὅτε ἐβασίλευεν ὁ ἄγριος καὶ βωμολόχος τύραννος, ὁ Νέρων, διάδοχος ὄχι ἡμερωτέρων τυράννων τῶν πρὸ αὐτοῦ, τοῦ Κλαυδίου, τοῦ Καλιγούλα, τοῦ Τιβερίου, καὶ τοῦ ὑποκρινομένου τὸν πατέρα Αὐγούσου, γεννημένων ἀπὸ καιροὺς ἄλλους χαλασμένους τῶν ἐμφυλίων τῆς Ρώμης πολέμων. Εἰς τοιούτους καιροὺς, καὶ ὑποκάτω εἰς τοιούτους μικρούς δεσπότας, οἱ δεσποζόμενοι ἐξανάγκης τῶν δεσποτῶν τὰ ἤθη ἔπρεπε νὰ ἔχωσιν. Εσπούδασαν ἐξ αὐτῶν τινὲς νὰ φύγωσι τὴν κοινὴν φθορὰν καὶ τὸν καθολικὸν χαλασμόν, καταφεύγοντες εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων, ἡ εἰς τὴν νέαν φιλοσοφίαν τοῦ Εὐαγγελίου. Αλλὰ τὰ χαλασμένα δὲν ἀνεγείρονται οὐδ ̓ ἀνακαιρουργεύονται τόσον εὔκολα· ὅθεν οἱ χαλεποί και ροί, σημαίνουν ἔτι Καιροὺς δυσκόλους, βαρεῖς ἐπικινδύνους (κατὰ τὸ « Χαλεπή νόσος »). Καθώς μεταξύ τῶν Στωϊκῶν ἐφάνησαν πολλοί ψευδοφιλόσοφοι, παρόμοια καὶ ἀπὸ τοὺς νεοφύτους χρισιανοὺς πολλοὶ δὲν ἤργησαν νὰ ἐπιτρέ ψωσιν εἰς τὴν συνήθη των φθοράν. Τοῦ πρώτου μάρτυρα ἔχομεν τὸν καλὸν Επίκτητον, Επίκτητον, « Στωϊκὸν δὲ δείξατέ μοι, εἴ τινα » ἔχετε... Δείξατ' ἐπιθυμῶ τινα, νὴ τοὺς Θεοὺς, ἰδεῖν Στωϊ» κόν· ἀλλ ̓ οὐκ ἔχετε τὸν τετυπωμένον δεῖξαι, κ. τ. λ. » (1). Τὸ περὶ τῶν χρισιανῶν μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν παροῦσαν ἐπιςολὴν τοῦ Παύλου, καὶ ἀπὸ τὸν συναπόστολον αὐτοῦ Πέτρον, ὅτις παρομοιάζει τοὺς ψευδοχρισιανοὺς μὲ τοὺς σκύλους « Κύων » ἐπιςρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα » (2).

(1) Αρριαν. Διατρ. Επικτ. ΙΙ, 19, § 22-25.= β', 22.

(2) Β ́, Πέτρ.

2. ΦΙΛΑΥΤΟΙ... ΑΝΟΣΙΟΙ. κ. τ. λ. Σχῆμα τὸ λεγόμενον, κατὰ τοὺς τεχνικούς, Συναθροισμός, ὅτε διάφορα ὀνόματα, ῥήματα ἡ καὶ προθέσεις, ἀκολουθοῦν μία κατόπιν τῆς ἄλλης, χωρίς σύνδεσιν, ὡς ἐδῶ τὰ πολλὰ ταῦτα ἐπίθετα. Τὸν ὠνόμαζαν καὶ Επιτροχασμόν (ι). Παρόμοιος συναθροισμὸς καὶ τὴν λέξιν καὶ τὸ νόημα εἶναι τοῦ Κικέρωνος (ἔζησε κ' ἐκεῖνος κ' ἐσφάγη εἰς Καιροὺς χαλεπούς, ἢ ὡς τοὺς ὠνόμαζε, φρικτούς, tempora formidolosa), τὸν ὁποῖον φέρει εἰς παράδειγμα ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐξηγητάς: Cupidus, intemperans, petulans, superbus, impius in parentes, ingratus in amicos, infestus in cognatos, in superiores contumax, in æquos et pares fastidiosus, in inferiores crudelis, etc. (2), ήγουν « Πλεονέκτης, ἀκόλαςος, προπέτης, ὑπερήφανος, ἀνόσιος εἰς γονεῖς, ἀχάριστος εἰς φίλους, δυσμενής εἰς συγγενεῖς, ἀπειθὴς » εἰς τοὺς ὑπερέχοντας, καταφρονητὴς τῶν ὁμοίων καὶ ἴσων, » σκληρὸς εἰς τοὺς ὑποδεεςέρους ». · ΦΙΛΑΥΤΟΙ. ἰδοὺ ἡ πρώτη καὶ ἀένναος πηγὴ τῶν ἑξῆς ὅλων κακιῶν. « Φιλαυτία, τὸ » πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν » λέγει ὁ Ησύχιος. Εἰς τῶν φιλοσόφων τὴν γλῶσσαν εἶναι μέση λέξις (ὡς καὶ ἡ Φιλοτιμία, καὶ ἄλλαι πολλαί), ἤγουν σημαίνει πρῶτον τὴν καθενὸς πρὸς ἑαυτὸν ἀγάπην. φυτευμένην ἀπ ̓ αὐτὸν τὸν δημιουργὸν εἰς τὴν ψυχὴν, εἰς διατήρησιν τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑγείας μας. Τοιαύτη ἀγάπη εἶναι τόσον φυσική, ώςε πιςεύεται ὡς ἀποδειγμένη ἀλήθεια τὸ,

>>

-

Φιλεῖ δ ̓ ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα.

Αλλ' ἐπειδὴ ἡ διατήρησις τῆς ὑπάρξεως καὶ αὐτή μας ἡ

(1) ERNESTI, Lexic. technol. græc. Rhelor. pag. 135. (2) ίδε CICER. ad Herenn. IV, 40.

ὕπαρξις συνοδεύεται μὲ πολλὴν ἡδονὴν, ἡ δὲ ἡδονὴ δελεάζει καὶ φθείρει τὴν κρίσιν, ὥςε νὰ κρίνωμεν ἀναγκαῖα καὶ τὰ μὴ ἀναγ καῖα εἰς τὴν ἰδίαν συντήρησιν, νὰ πολυπλασιάζωμεν τὰς χρείας καὶ τὰς ἐπιθυμίας, ἕως νὰ σφετεριζώμεθα καὶ τὰ εἰς ἄλλους ἀναγκαῖα ἡ χρήσιμα· διὰ ταῦτα ἐκρίθη δικαίως καὶ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους ἡ τόση φιλαυτία κακίςη φιλαυτία, χωρὶς νὰ τὴν σημάνωσι μὲ ἰδιαίτερον ὄνομα. « Μὴ γὰρ οὐ μάτην (λέγει ὁ » Αριςοτέλης) τὴν πρὸς αὑτὸν ἔχῃ φιλίαν ἔκαςος· ἀλλ ̓ ἐςὶ » τοῦτο φυσικόν· τὸ δὲ φίλαυτον εἶναι ψέγεται δικαίως. Οὐκ » ἔστι δὲ τοῦτο φιλεῖν ἑαυτὸν, ἀλλὰ τὸ μᾶλλον ἢ δεῖ φιλεῖν.

Καθάπερ καὶ τὸ Φιλοχρήματον (1)... Τοιοῦτοι δ ̓ εἰσιν οἱ » πολλοί· διὸ καὶ ἡ προσηγορία γεγένηται ἀπὸ τοῦ πολλοῦ, » φαύλου ὄντος· δικαίως δὴ τοῖς οὕτω Φιλαύτοις ὀνειδί» ζεται ) (2). Οἱ μεταγενέτεροι θέλοντες νὰ διακρίνωσιν ἀπὸ τὴν φυσικὴν φιλαυτίαν (amour de soi) τὴν αἰσχίςην ταύτην φιλαυτίαν (amour propre, egoisme ) τὴν ὠνόμασαν Αὐτοφιλαυτίαν (3). -ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΙ. Δευτέρα πηγή, ἢ μᾶλλον ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν, ὡς τὴν ὠνόμασεν ἀνωτέρω (4), ἡ Φιλαργυρία, θυγάτηρ τῆς Φιλαυτίας· διότι ὅςις πολυπλασιάζει τὰς χρείας καὶ τὰς ἐπιθυμίας του, φέρεται φυσικά εἰς τὴν δίψαν τοῦ ἀργυρίου, ὡς μέσου νὰ τὰς πληρόνῃ. ΑΛΛΑΖΟΝΕΣ. ὁ φίλαυτος, ὡς πλεονεκτεῖ εἰς τὰ χρήματα, οὕτως ἐπιθυμεῖ νὰ τιμᾶται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ παρὰ τοὺς ἄλλους. Καί, διὰ νὰ σφετερισθῇ τὴν τιμὴν, ἀλαζονεύεται, κομπάζει, περιαυτολογεῖ, καυχάται εἰς ψευδῆ προτερήματα, ἱςορεῖ κατορθώματα καὶ ἀνδραγαθήματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔπραξε, οὐδ ̓

(1) Αριςοτέλ. Πολιτικ. II, 2, § 6, σελ. 54. = (2) ὁ αὐτο Ηθικ. Νικομ. ΙΧ, 8, σελ. 179. = (5) ἶδε τὰς εἰς τὰ Ηθικ. Νικομ. σημ. σελ. 325. — (4) Α', Προς Τιμόθ. ς', 10, σελ.

σελ. 217.

[ocr errors]

εἶναι ἱκανὸς νὰ πράξη. ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ. ὡς ἐδῶ, οὕτω καὶ εἰς ἄλλην ἐπιςολήν (1), συγκαταριθμεῖ τοὺς ὑπερηφάνους μὲ τοὺς ἀλαζόνας· ὅπου ὁ Θεοδώρητος λέγει, « Αλαζόνας » τοὺς μηδεμίαν μὲν ἔχοντας πρόφασιν εἰς φρονήματος ὄγκον, μάτην δὲ φυσιομένους (γρ. φυσιουμένους) » (2). Αδελφὴ τῆς ̓Αλαζονείας (vanité) εἶναι ἡ Υπερηφανία (orgueil). Μητέρα ἔχουν καὶ αἱ δύο τὴν Φιλαυτίαν· « Φιλαυτίας, » ὑπερηφανίας » λέγει ὁ Φώτιος. Ο Υπερήφανος θέλει νὰ φαίνεται ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, καυχώμενος εἰς προτερήματα ἀλη θινὰ, ὡς τὸ ἐξηγεῖ ὁ Οἰκουμένιος, » Υπερηφάνους λέγει τοὺς » κατὰ τῶν οὐκ ἐχόντων ἐφ ̓ οἷς ἔχουσι φυσωμένους » (3)· ἐξεναντίας ὁ ̓Αλαζὼν καυχάται εἰς ψευδῆ προτερήματα. Αλλ' ἡ συχνή του καύχησις πείθει πολλούς μωροὺς καὶ πολλοὺς πανούργους νὰ τὸν τιμῶσι δι ̓ αὐτὰ, οἱ μὲν μωροί, διὰ μωρίαν, οἱ δὲ πανούργοι διὰ κολακείαν, καὶ μάλιςα ἂν ὁ ̓Αλαζὼν ἦναι πλούσιος, καὶ ἀκολούθως ἱκανὸς νὰ εὐεργετῇ ἀσώτως ὅτινα κρίνῃ ἄξιον εὐεργεσίας. Αφοῦ ἀποκτήσῃ τὴν διὰ τὴν ὁποίαν Αλαζονεύετο τιμὴν, γίνεται Υπερήφανος, ήγουν καυχάται εἰς κτῆμα ἀληθὲς, ἂν καὶ ψευδῶς ἀποκτημένον, ὡς καυχᾶται καὶ ὁ ἀπὸ ληςείας πλούσιος ἴσα μὲ τὸν πλουτήσαντα ἀπὸ τοὺς κόπους του. ΒΛΑΣΦΗΜΟΙ. Βλασφήμους ἐξήγησαν ἐδῶ τινὲς (4) τοὺς βλασφημοῦντας εἰς Θεὸν καὶ τὰ θεῖα (blasphe mateurs)· καὶ τοῦτο φαίνεται πιθανὸν, ἂν τὸ παραβάλῃς μὲ τὸ Θεοςυγεῖς τοῦ παραλλήλου

» Θεοςυγεῖς, ὑβριςάς, ὑπερηφάνους,

>>

(1) Πρὸς Ρωμ. α', 50.

tom. I, pag. 176.:

ῥητοῦ, « Καταλάλους,

αλαζόνας κ. τ. λ. » (5),

(2) SUICER. Thesaur. ecclesiast. 3) IDEM, ibid. tom. II, pag. 1377.

(4) ROSENMULLER, Schol. in Nov. Testament. vol. V, (5) Προς Ρωμ. α', 30.

pag. 91

« ΠροηγούμενηΣυνέχεια »